Ιταλικότητα και ελληνικότητα στη γλώσσα του Κάλβου
83
έγκειται στο ότι χρησιμοποίησε την έκφραση «ἀνθηρὸν τὸ στῆθος» για να
προσωποποιήσει τη σαμιώτικη γη, όπως ανάλογη μεταφορά χρησιμοποιεί στην
Ωδή X 37-38: «εἰς τὸν δροσώδη κόλπον/τῆς γῆς».
6. «εἰς κάθε στῆθος ἕνα μαχαίρι στέκεται/καταχωσμένον»
Ὦ Ἑλλάς! […] — Ἰδοὺ χιλιάδες
παιδιῶν ἔτι εἰς τὰ σπάργανα
περνάουν, κ᾿ εἰς κάθε στῆθος
ἕνα μαχαίρι στέκεται
καταχωσμένον.
(XVII 31-35)
Εδώ δεν πρόκειται για τη σημασία ή τη χρήση της λέξης «στῆθος», αλλά για
μια έκφραση που εμπεριέχει την εν λόγω λέξη. Στον «Πίνακα λέξεων» της
Λύρας
ο Κάλβος αποδίδει το ρήμα «στέκομαι» ως «rester, demeurer, être».
Όμως το εν λόγω ρήμα δεν έχει τη σημασία «être», δηλαδή «είμαι» στη νέα
Ελληνική. Την εν λόγω σημασία εξηγεί η χρήση του ρήματος «στέκομαι» στην
παραπάνω στροφή, η οποία διαφέρει από τις άλλες τρεις που απαντούν στις
Ωδές
.
19
Ειδικότερα, στην πρόταση «κ᾿ εἰς κάθε στῆθος/ἕνα μαχαίρι στέκεται/
καταχωσμένον», η φράση «στέκεται καταχωσμένον» απηχεί μια σημασία του
ιταλικού ρήματος «stare» και αποδίδει την έκφραση «
sta
infilato (ή ficcato)»,
δηλαδή «είναι καρφωμένο». Σε αυτού του είδους τη σύνταξη το ρήμα «stare»,
που κυριολεκτικά σημαίνει «στέκομαι», λειτουργεί ως συνδετικό με τη σημα-
σία «είμαι». Ο Κάλβος, λοιπόν, σκεφτόταν Ιταλικά όταν εξηγούσε τη σημασία
του ρήματος «στέκομαι» στον «Πίνακα λέξεων» για τη
Λύρα
, με αποτέλεσμα
το ερμήνευμα «être» να αποδειχθεί χρήσιμο για την κατανόηση ενός ιταλι-
σμού στα μεταγενέστερα
Λυρικά
.
7. «τὰ στήθη ἀφίλητα,/θρίαμβος τῶν Χαρίτων»
Στις
Ωδές
απαντούν επίσης τρεις αναφορές στα γυναικεία «στήθη» (ΙΙΙ
53-54, που αφορούν στη μάνα του Κάλβου· VI 21, που αφορούν στις παρθέ-
νες τις Χίου) και μία σε ανδρικά «στήθη» (XII 20, που αφορούν στους Οθω-
μανούς). Από τις παραπάνω περιπτώσεις αξίζει να προσέξουμε για την ιταλική
καταγωγή της αυτή που αναφέρεται στις παρθένες της νήσου Χίου, 21-25):
ανθισμένος) είναι αρχαίο και ανέπτυξε και αυτό ποικίλες μεταφορικές χρήσεις. Όμως
οι αναφορές στο ανθρώπινο σώμα με τη σημασία «δροσερός», «ακμαίος» είναι σπα-
νιότατες (πρβλ. Π
λουταρχος
,
Περί κρεατοφαγίας
994 D 11 «χρόας ἀνθηρὸν εἶδος»),
ενώ το επίθετο δεν συνδέεται πουθενά με το στήθος.
19. III 34, XV 75 (στέκων), XVI 88.