Previous Page  375 / 482 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 375 / 482 Next Page
Page Background

Πεγκυ Καρπουζου

374

Τι ενδιαφέρει την καρδίαν μου η αρχαιότης; αυτή επιδρά εις το πνεύμα μου

μόνον· την θαυμάζω, όπως την θαυμάζει ο κόσμος όλος. Είνε

κτήμα κοινόν

της ανθρωπότητος. Αλλ’ αγαπώ, περιπαθώς αγαπώ μόνο την Ελλάδα των δημο-

τικών ασμάτων, την Ελλάδα του Ρήγα, του Εικοσιένα! Αύτη είναι η αληθής μου

μήτηρ, αυτής το αίμα ρέει εις τας φλέβας μου, αυτής τα αισθήματα, τα όνειρα,

οι πόθοι, κι οι πόνοι με κυριεύουν, με συγκινούν, μ’ εμπνέουν! εν αυτή μόνον

ζω! (σ. 156-157).

Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας στο «Μετασταθμεύσεις – Πρώται Εντυπώσεις»

δεν εντυπωσιάζεται από τον φημισμένο Όλυμπο και αμφισβητεί ειρωνικά το

αρχαίο κλέος του, λόγω της απουσίας σύνδεσης με τη σύγχρονη εποχή και

ειδικότερα με τον αγώνα για την απελευθέρωση: «βλέπω τον Όλυμπον και

μου φαίνεται ελεεινός, ψωραλέος, ανάξιος της φήμης και των θεών του, τον

Πηνειόν θολόν, τεταπεινωμένον ωσεί υπό το άχθος της τόσης δουλείας» (σ.

170). Έναντι αυτού προκρίνει τον Ζυγό ή Αράκυνθο, ένα βουνό της Αιτωλο-

ακαρνανίας που αποτέλεσε κρησφύγετο και ορμητήριο κλεφτών και ανυπό-

τακτων κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Ο Καρκαβίτσας του αποδίδει

τη λειτουργία του Ολύμπου, τον προβάλλει ως «το ιερόν όρος, το έδος των

θεών», αφού είναι ο τόπος των ηρώων της πατρίδας (σ. 171).

Με το γύρισμα του 20ού αιώνα, στην ταξιδιωτική λογοτεχνία εντοπίζονται

περισσότερο αισθητικές –είτε ποιητικές είτε φιλοσοφικές– προσεγγίσεις του

ελληνικού χώρου, ο οποίος ανασυντίθεται σύμφωνα με τη φαντασία των λογο-

τεχνών ταξιδιωτών και με γνώμονα την αγάπη τους για την ελληνική φύση.

Οι τελευταίοι ερμηνεύουν σχεδόν υπερρεαλιστικά τη βαθύτερη υπόσταση του

χώρου από επιλεγμένα θραύσματα του τοπίου, προβάλλοντας συγκεκριμένες

ποιότητες που κατά τη γνώμη τους μετέχουν της διαχρονικής ουσίας της ελλη-

νικότητας, όπως είναι η νησιωτική υπόσταση και το ελληνικό φως, τόσο το

φυσικό φως όσο και το φως του ορθού λόγου. Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης στο

«Με του βορηά τα κύματα – Για την Φήβα» (1926) καταλύει την πραγματική

χωροθεσία ή ορθότερα αφορμάται από στοιχεία της για να κατασκευάσει μια

φανταστική γεωγραφία της Αθήνας, όπου αθηναϊκές συνοικίες, όπως το Μετα-

ξουργείο, οι Άγιοι Απόστολοι ή τα Αναφιώτικα, βιώνονται στη ζωηρή φαντασία

του νησιώτη συγγραφέα ως νησιά ή παραθαλάσσιες πόλεις, όπως η Πάρος, η

Ύδρα και η Κόρινθος. Η φαντασίωση επεκτείνεται και στις συγκοινωνίες που

εξυπηρετούν την πόλη, όπως το λεωφορείον που κινείται ως «ατμόπλοιον»

(σ. 233) και παρομοιάζεται με «φελούκα» και «μαούναν» (σ. 234). Ο Πλά-

των Ροδοκανάκης στο

De profundis

(1908), σε μικρά κείμενα για τον χώρο,

προβάλλει τις αισθητικές του αναζητήσεις, όπως για παράδειγμα μια ποιητική

εκδοχή για τη δημιουργία των Κυκλάδων: τα νησιά αποτελούν θραύσματα της