Πεγκυ Καρπουζου
372
με αφορμή την περιγραφή της εκκλησίας του Αγ. Διονυσίου στη Ζάκυνθο,
περιγράφονται και τα λατρευτικά έθιμα αλλά και η ευπιστία των πιστών και
οι πρόσοδοι των εκκλησιών από τα φημολογούμενα θαύματα που αυξάνονται
με κάθε νέα έκδοση του βίου του Αγίου (σ. 118-119). Ελαφρώς σκωπτικός είναι
και ο Γεώργιος Δροσίνης στο «Τρεις ημέραι εν Τήνω» (1883). Μαζί με την
αρχιτεκτονική της εκκλησίας της Παναγίας στην Τήνο περιγράφονται και τα
λατρευτικά έθιμα, τα οποία διανθίζονται με καυστικά σχόλια για την απαίδευτη
στάση των πιστών, που εν τέλει δεν ομοιάζουν «προς ευσεβές πλήθος προ-
σκυνητών αλλά μάλλον προς διωχθέντας κατοίκους αλωθείσης χώρας, οίτινες
συνεσωρεύθησαν εκεί ζητούντες μόνον άσυλον σωτηρίας!» (σ. 167).
Στο «Μπρουσός» του Αλέξανδρου Πάλλη (1921), όταν περιγράφεται το
ομώνυμο μοναστήρι στην Ευρυτανία, το ίδιο το κτίριο είναι μάλλον αδιάφορο:
«Το χτίριο το ίδιο δεν παρουσιάζει τίποτα καλλιτεχνικό, είναι όμως παστρικό
και καλοσυγύριστο, τόσο το μέρος των κελλιών όσο και ο ξενώνας» (σ. 274). Η
φιλοκαλία του δεν εμφορείται τόσο από το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες όσο από
το ιδανικό της αγάπης για τη φύση, κατά τη βρετανική παράδοση, ως ένδειξη
πολιτισμού (σ. 269). Στην περιγραφή του ο Πάλλης δυσκολεύεται να διακρίνει
τον μυστικισμό της Ορθοδοξίας στους μοναχούς: « Ό,τι αμέσως σε χτυπάει
εδώ, όπως σε όλα τα άλλα δικά μας μοναστήρια που επισκέφτηκα, είναι η
διανοητική νέκρα, η απουσία κάθε επιστήμης, τέχνης, κάθε φιλοκαλίας» (σ.
274-275). Η έλλειψη καλαισθησίας του χώρου συνάδει με την έλλειψη πνευ-
ματικότητας των κληρικών, η οποία αποδίδεται στο βαρύ τελετουργικό, που
οδηγεί στη «σωματικιά καταπόνια και τη διανοητικιά μονοτονία» των μοναχών
(σ. 275), και παρότι ο Πάλλης σχολιάζει πολύ θετικά τους τρόπους και τη
μόρφωση του ηγουμένου επισημαίνει ότι αποτελεί εξαίρεση στη «σημερνή
αλαμπουρνέζικη και οχλογλύφτισσα παπαδοσύνη». Ο λόγιος της διασποράς
ασκεί γενικά αυστηρή κριτική στους ελληνικούς θεσμούς και τα έθιμα και
στην έλλειψη επαρκούς προόδου του κράτους, που οφείλεται σε παθογενείς
συμπεριφορές, όπως είναι η ιδιοποίηση της δημόσιας περιουσίας (σ. 273).
Η περιγραφή του μοναστηριού του Προυσσού ολοκληρώνεται με μια αντι-
στικτική σύγκριση με τα καθολικά μοναστήρια της Ανατολής, τα οποία είναι
«φιλόκαλα, φροντισμένα», με πατέρες μορφωμένους και εργατικούς (σ. 276).
Άλλη τάση στην περιγραφή των μοναστηριών είναι η ανάδειξη μιας πιο
παγανιστικής λατρείας της φύσης, της ομορφιάς και του ελεύθερου φυσικού
βίου σε σχέση με την καταπίεση του θρησκευτικού και μοναστικού βίου. Με τον
γλαφυρό ηθογραφικό τρόπο που συναντούμε και στα λογοτεχνικά του έργα, ο
αφηγητής στο «Κρητικαί εικόνες – Από Χανίων εις Αγίαν Τριάδα» (1887) του
Ιωάννη Κονδυλάκη περιγράφει σκηνές του καθημερινού μοναστικού βίου στην