

Αναζητώντας νέους ορίζοντες
275
και η αναζήτηση «νέας ζωής για το Έθνος».
12
Χαρακτηριστικό είναι το από-
σπασμα από επιστολή του Καμπύση στον Karl Dieterich, στις 2 Μαΐου 1897:
[…] Ο Κλασικισμός!... Βραχνάς μου κάθεται στα στήθια. […] Δεν είναι για μας
μεγαλείτερο άλλο κατάμουτρα πέταμα της μικρότητάς μας και της αδυναμίας
μας, παρά να μας θυμίζουν τον Κλασικισμό και […] να μας λένε ένα γλυκό
λόγο, σαν ψίχαλο σε διακονάρη, μόνο γιατί ζούμε στους τόπους, που έζησαν
άλλοτε ο Περικλής κι ο Φειδίας!...
[…] Το βάρος των προγόνων μας είναι πολύ,
πολύ μεγάλο… Τ’ όνομά τους και μόνο με πλακώνει, σα βουνό, σαν τον Όλυ-
μπο!... Δεν είμαι λεύτερος καθόλου μα είμαι καταδικασμένος να είμαι αιώνια
σκλάβος τους. Να κάμω τίποτε δε μπορώ, γιατ’ είμαι απόγονος του Ευριπίδη.
[…] Εγώ είμαι φτωχός καταδικασμένος της Μοίρας. Είμαι απόγονος!
13
Το έτερο ζητούμενο είναι η γλώσσα, η καθιέρωση της ομιλούμενης γλώσσας
ως γραφόμενης και εμβληματικής μιας νέας ‘διαδρομής’ για το Έθνος, που θα
οδηγήσει την Ελλάδα σε μια νέα τροχιά, μακριά από τις αντιδράσεις των γλωσσα-
μυντόρων, πρεσβευτών του πάλαι ποτέ ένδοξου παρελθόντος, και πιο κοντά στα
σύγχρονα ευρωπαϊκά δεδομένα. Η επιθυμία για τον εξευρωπαϊσμό της χώρας
και την πνευματική της συμπόρευση συμπλέει με τον κοινωνικό εξαστισμό.
Η σταδιακή ανάδυση μιας, ακόμα αδιαμόρφωτης, αστικής τάξης στον
ελλαδικό χώρο στρέφει αρχικά τους δημιουργούς προς την ηθογραφία, μια
καλλιγραφία των αναμνήσεων τους από την ύπαιθρο. Σύντομα, ωστόσο, απο-
τελεί το εφαλτήριο για τη στροφή προς άλλες μορφές δημιουργίας, πιο κοντά
στη σύγχρονη ζωή της νέας τάξης.
14
Σε αυτό συμβάλλει και πάλι καθοριστικά
η ήττα του 1897, η οποία λειτουργεί και ως σημείο επαναπροσδιορισμού των
ενδιαφερόντων των εκπροσώπων του πνεύματος, οι οποίοι αναζητούν νέους
άξονες για τα έργα τους, μακριά από τη μέχρι πρότινος κυριαρχούσα θεμα-
τολογία των ρομαντικών και κλασικιστικών μοτίβων. Γενικότερα, μετά τη διά-
ψευση των εθνικών ελπίδων, τόσο οι δημιουργοί όσο και ο διαμορφούμενος
12. Όπως τυπώνεται και στην πρώτη σελίδα του πρώτου φύλλου του περιοδικού
Η Τέχνη
(Νοέμ. 1898).
13. Βλ.
Κ
αμπυσης
,
Άπαντα
, αναστύλωσε Γ. Βαλέτας, Πηγή, Αθήνα 1972, σ. 620-
621.
14. «Ο όρος ηθογραφία, με το να χρησιμοποιηθεί για συγγραφείς με διαφορετικό
μέγεθος και διαφορετική κατεύθυνση, πήρε σιγά-σιγά αρνητική σημασία, που δεν την
είχε αρχικά». Βλ. Χριστόφορος
Μ
ηλιωνης
,
Το διήγημα
, Σαββάλας, Αθήνα 2002, σ.
97. Βλ. επίσης, σχετικά με τη ‘δαιμονοποίηση της ηθογραφίας’, Αλέξης
Ζ
ηρας
, «Το
ελληνικό διήγημα στην περίοδο 1870-1950» στον τόμο
Το διήγημα στην ελληνική
και στις ξένες λογοτεχνίες (Θεωρία – Γραφή – Πρόσληψη)
, επιμ. – εισαγωγή Ελένη
Πολίτου-Μαρμαρινού – Σοφία Ντενίση, Gutenberg, Αθήνα 2009, σ. 52-53.