

Αναζητώντας νέους ορίζοντες
273
σκανδιναυοί και οι βόρειοι εν γένει συγγραφείς επηρεάσθησαν πάρα πολύ από
την γαλλικήν φιλολογίαν, –αυτήν την περιφρονημένη τάχα τόρα …– και ότι
εις τα έργα των απαντώμεν συχνά, μετημφιεσμένας υπό το ένδυμα της χώρας,
τας ιδέας της Σάνδης, του Δουμά υιού, του Βαλζάκ και του … Ζολά· ας τους
ψάλλουν ακόμη ότι και αυτή η δραματική τεχνοτροπία, εις μερικά έργα των, είνε
ατυχής απομίμησις της νεωτέρας γαλλικής comédie, των σκηνικών ακριβειών
του Σκριβ, του Δουμά, του Σαρδού και του Ωζιέ. Οι βορρομανείς δεν ακούουν
τίποτε. Υβρίζουν ως αμαθείς, και ως επιπολαίους, και ως προληπτικούς, και ως
μισονεϊστάς –εις την Γαλλίαν εννοώ και εις την Ιταλίαν– τους καταδεικνύοντας
τ’ ανωτέρω αναμφισβήτητα, και εις παν επιχείρημα λογικόν απαντούν με νεφε-
λώδεις θεωρίας και μ’ επιφωνήματα παθολογικού θαυμασμού. Α, ο Ίψεν!... Α, ο
Μπιέρνσον!... Α, ο Χάουπτμαν!...
Ευτυχώς η ασθένεια αύτη δεν κατέλαβεν ακόμη τους ιδικούς μας λογίους, ούτε
πολύ ολιγώτερον το ιδικόν μας κοινόν. Δύο ή τρεις άνθρωποι, μετριοπαθείς και
ευσυνείδητοι, καταγινόμενοι με αγάπην εις τας βορείους φιλολογίας και εξαυτών
αρυόμενοι τας εμπνεύσεις των και τον μεταφραστικόν των ζήλον, δεν αποτε-
λούν βέβαια σύμπτωμα ανησυχαστικόν. Άλλως τε και αυτοί αναχωρούν από την
αρχήν, ότι πρέπει να γνωρίσωμεν σιγά-σιγά όλας τας ξένας φιλολογίας, διά να
ελαττωθή κάπως –αν είνε δυνατόν,– η τόσον καταφανής και αποπνικτική επί-
δρασις της γαλλικής. Και υπό την έποψιν ταύτην είνε πολύ αξιέπαινοι.
9
Στο «διφωνικό»
10
αυτό κείμενό του εντυπωσιάζουν αφ’ ενός οι αποστάσεις
που επιθυμεί ο Ξενόπουλος να λάβει από την «ασθένεια», την οποία άλλω-
στε καταμαρτυρούν και στον ίδιο εδώ και χρόνια, και αφ’ ετέρου η παράλληλη
προσπάθεια να μην προσβάλει όσους κατηγορούνται ότι επιδεικνύουν ανάλο-
γα «συμπτώματα», υπενθυμίζοντας διαρκώς ότι δεν αναφέρεται στην ελληνική
πραγματικότητα, που, κατ’ αυτόν, δεν έχει πληγεί. Ομοίως εντυπωσιακή αποδει-
κνύεται η στροφή του ως προς το θέμα της γαλλικής πνευματικής παντοκρα-
τορίας. Ο Ξενόπουλος του παραπάνω κειμένου έχει διαγράψει μεγάλη στροφή
από την εποχή που προλογίζει την πρώτη ελληνική παράσταση Ibsen, υπερα-
σπιζόμενος πια τη γαλλική φιλολογία, «την περιφρονημένη τάχα τόρα […]».
9.
Ξ
ενoπουλος
, «Θεατρική Ζωή: Θέατρον Τσόχα:
Λεονάρδα
, υπό Μπιέρνσον […]»,
Παναθήναια
, έτος Β΄, τ. Γ΄ (31 Αυγ. – 15 Σεπτ. 1902), σ. 345-347.
10. Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί η Έφη Βαφειάδη: «[…] χαρακτήρισα την κριτι-
κή του Ξενόπουλου “διφωνική”. Πρόκειται για συνηθισμένη, πάγια θα μπορούσα να
πω, τακτική που συναντάμε στο κριτικό του έργο. Μετά τον καταπέλτη, ακολουθεί
η ανασκευή». Βλ. Έφη
Β
αφειαδη
,
«Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος και η
Άλκηστις
της
Νέας Σκηνής» στον τόμο
Ζητήματα Ιστορίας του Νεοελληνικού Θεάτρου. Μελέτες
αφιερωμένες στον Δημήτρη Σπάθη
, επιμ. Νικηφόρος Παπανδρέου – Έφη Βαφειάδη,
ΠΕΚ, Ηράκλειο 2007, σ. 258.