

Μαρια Σεχοπουλου
272
Η συνάρτηση των βορινών συγγραφέων είτε με τη δημοτική είτε με περιε-
χόμενο δυσνόητο για τους πολλούς, που ξενίζει ή καυτηριάζει καθιερωμένες
κοινωνικές πρακτικές, είτε με προέλευση ξένη προς τη γνώριμη γαλλική γεννά,
τελικά, ποικίλες αντιδράσεις. Ωστόσο, η πολεμική που συναντούν τα έργα τους
έρχεται πανταχόθεν. Δεν απωθούν μόνο τους ένθερμους πολέμιους της δημο-
τικής γλώσσας, με την οποία σταδιακά ταυτίζονται, αλλά και τους ένθερμους
πολέμιους της απομάκρυνσης από το ελληνικό στοιχείο, αν και δημοτικιστές,
όπως λ.χ. ο Ψυχάρης. Έτσι, το βορινό πνεύμα εισπράττει σταδιακά επικρίσεις
και από τις δύο αντιμαχόμενες πλευρές του γλωσσικού ζητήματος.
Οι αντιδράσεις καταφθάνουν όχι μόνο από τους κύκλους που αναφέραμε,
αλλά και από ανθρώπους των γραμμάτων που κατά καιρούς έχουν διαδραμα-
τίσει ρόλο υπερασπιστή. Χαρακτηριστική είναι η αμφίρροπη στάση του Ξενό-
πουλου. Μολονότι προλογίζει την πρώτη παράσταση των
Βρυκολάκων
–και
αργότερα της
Δεσποινίδας Τζούλιας
του 1908, που θα προκαλέσει σωρεία
αρνητικών σχολίων στον Τύπο–, δεν θεωρεί τον εαυτό του ως έναν από τους
βορειομανείς. Παρόλο, όμως, που στηλιτεύει την παντοκρατορία του γαλλικού
πνεύματος, ήδη από το 1894, και κατηγορείται κατά καιρούς ότι τα δικά του
έργα προδίδουν αισθητά τα σημάδια της ‘βορειομανίας’, ο ίδιος γράφει σχε-
τικά με την «ασθένεια της βορρομανίας», όπως την αποκαλεί λίγο μετά τη
στροφή του αιώνα:
Η βορρομανία,
[…]
είνε η παραδοξοτέρα των φιλολογικών τάσεων, ή, αν θέλετε,
των νέων ασθενειών. Φαντασθήτε ανθρώπους μεσημβρινούς, ανθρώπους νεολα-
τίνους, ν’ αγαπούν εμπαθώς, να λατρεύουν, να μεταφράζουν, να σχολιάζουν, να
προσποιούνται ότι εννοούν, ότι αισθάνονται, και να θέλουν να επιβάλουν εις
τους ομοφύλους των παν το εκ βορρά προερχόμενον! Αρκεί να είνε σκοτεινόν,
ψυχρόν και ομιχλώδες, αρκεί να έχη μορφήν όλως ξένην διά την φύσιν μας, διά
την ιδιοσυγκρασίαν μας, διά το κλίμα μας, και τότε είνε αληθές αριστούργημα
τέχνης, προ του οποίου αδύνατον να συγκριθούν τα ιδικά μας, – τουλάχιστον
όσα δεν αγωνίζονται, δι’ ενέσεων ομίχλης, να προσεγγίσουν τη μορφήν αυτήν.
Ας λέγουν εις τους βορρομανείς ότι […] η εξωτερική μορφή των απέχει πολύ
από της καθαρότητος εκείνης, η οποία θα ήτο εν αρμονία προς την καθαρό-
τητα των ουρανών μας· ας τους λέγουν ότι τοιαύτη θα ήτο φυσικώς αδύνατον
να προσαρμοσθή εδώ, και να τέρψη, και να συγκινήση, και να επιβληθή, και
ν’ αντικαταστήση τας ιδικάς μας· ας τους λέγουν ότι […] οι γερμανοί και οι
υστερικήν κριτικήν, αλλ’ είναι πολύ δυσκολοχώνευτος εν τη κοιτίδι του καλού», γρά-
φουν για τον Ibsen μετά την παράσταση της Duse,
Εφημερίς
, 24.1.1899. Βλ. Νικη-
φόρος
Π
απανδρεου
,
Ο Ίψεν στην Ελλάδα
.
Από την πρώτη γνωριμία στην καθιέρωση,
1890-1910
, Κέδρος, Αθήνα 1983, σ. 69-70.