

Γιαννησ Ξουριασ
238
που μάλλον είχε πολλαπλό ενδιαφέρον και για το ελληνικό λόγιο κοινό. Αντα-
πόκριση από το Παρίσι ενημέρωνε για την προκήρυξη διαγωνισμού με θέμα
τη συγγραφή μελέτης που θα διερευνούσε ζητήματα σχετικά με τη ρίμα και
«την εισαγωγήν του ρυθμού των Ελλήνων και Ρωμαίων εις την ποίησιν των
Γάλλων». Συγκεκριμένα, η προκήρυξη ανέφερε με πολύ εύγλωττο τρόπο, για
όποιον ήθελε να διαβάσει πίσω από τις γραμμές, τα εξής:
Οι επί της γαλλικής γλώσσης και φιλολογίας του Ινστιτούτου των Παρισίων διο-
ρίζουσι βραβείον, εξαιτήσει ανωνύμου τινός και καισαροβασιλική ευδοκήσει, έν
χρυσούν νόμισμα (Médaille) χιλίων φράγκων επί τη αρίστη λύσει των εξής προ-
βλημάτων: «Ποίαι άραγε είναι αι αληθείς δυσκολίαι, αι οποίαι γίνονται εμπόδιον
εις την εισαγωγήν του ρυθμού των Ελλήνων και Ρωμαίων εις την ποίησιν των
Γάλλων; Διατί δεν δύναταί τις να στιχουργήση εις την γαλλικήν γλώσσαν, ειμή δι’
ομοιοκαταλήκτων στίχων; Ποίαι είναι αι μέχρι τούδε επί τω αντικειμένω τούτω
γεγονυίαι δοκιμαί, έρευναι και αξιολογώτερα πονήματα; Ταύτα πρέπει να ανα-
λυθώσι, και να αποδειχθή εξ αυτών, πόσον επροχώρησαν εις ταύτην την τόσον
αξιόλογον έρευνα, και πώς τελευταίον, αν η επίτευξις είναι αδύνατος, έφθασαν
αι άλλαι νέαι γλώσσαι εις τούτο;». Αι διατριβαί πρέπει να σταλώσι προ της 2.
Φεβρουαρίου 1814 προς τον Γραμματέα του Ινστιτούτου.
20
Τα ερωτήματα του διαγωνισμού θα μπορούσαν να είναι ζητούμενα και για
τη νεοελληνική ποίηση. Δεν γνωρίζουμε ποιος ήταν ο ανώνυμος ανταποκριτής
που ενημέρωνε το κοινό του περιοδικού. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την
πιθανότητα να είχε αποσταλεί από τον Κωνσταντίνο Νικολόπουλο, που είχε
θέση βιβλιοθηκάριου στο Ινστιτούτο. Θερμός οπαδός του Κοραή, τα επόμενα
χρόνια προώθησε μαχητικά την ιδέα μιας ποίησης απαλλαγμένης από τη ρίμα,
προσωδιακά αναμορφωμένης στο πλαίσιο ενός κλασικιστικού Διαφωτισμού
και ανταγωνιστικής προς το «ελαφρύ» φαναριώτικο ποιητικό ύφος. Πιθανόν
η ανταπόκριση αποσκοπούσε όχι μόνον να ενημερώσει, αλλά και να προκαλέ-
σει ανάλογες αναζητήσεις, επενδυμένες με το κύρος ενός σοφού πνευματικού
ιδρύματος της φωτισμένης Ευρώπης.
Το ερώτημα ήταν πράγματι κρίσιμο: Πώς είναι δυνατόν να επιτύχουμε «την
εισαγωγήν του ρυθμού των Ελλήνων και Ρωμαίων εις την ποίησιν;». Όπως
αναφέρθηκε, γενική πεποίθηση ήταν πως η ομοιοκαταληξία αναπλήρωσε σε
κάποιο βαθμό την απώλεια της προσωδίας. Δεν λείπουν οι περιπτώσεις που η
αναβίωση της αρχαίας προσωδίας στη νεότερη γλώσσα προβάλλεται ως ευχο-
λόγιο. Έγραφε ο Οικονόμος το 1817:
20.
Ερμής ο Λόγιος
(1813), σ. 84.