Γιωργοσ Βαρσοσ
150
ετερότητας, παρά, αποσπώμενα από αυτές και εκτιθέμενα στη ζήτηση μιας
κοινής ιδέας, συνθέτουν τον διαρκώς μεταβαλλόμενο θύσανο που είναι η ισχύς
και το νόημα, η ζωή της ιδέας αυτής. Η δε κριτική των μεταφράσεων ενέχει
έτσι όχι μόνο την ιστορική τοποθέτηση πρωτοτύπου και μεταφράσεων, αλλά
και την αναίρεση μιας τέτοιας ιστορικής οπτικής, καθώς τα κείμενα μετεωρί-
ζονται στο επίπεδο μιας ιδιάζουσας συγχρονίας, προβάλλοντας όλα μαζί, στην
κάθε παρούσα στιγμή, ανόμοιες αλλά ενδεχομένως ισάξια δραστικές όψεις του
ίδιου πράγματος.
Και για να μείνουμε στα ελληνικά ομηρικά: ο ποιητής και «ψάλλει» και «τρα-
γουδά»· γιατην«οργή», τη«μάνητα»μακαι τον«θυμό»ήκαι το«πείσμα»ακό-
μα· και οι «ψυχές ηρώων» μένουν επίμονα «ψυχές ηρώων» μα παίρνουν και
τη μορφή «παλικαριών», «οπλαρχηγών» ή «καπεταναίων»· και χάνονται με
χίλιους δυο τρόπους, ως και «ροβολώντας»· «βορά» «φαγί» κι «αρπάγμα-
τα» των ζώων· και επιμένει η «βουλή» του θεού· σε ρυθμούς που ολοένα θα
σπάνε από την ένταση ανάμεσα στον δεκαπεντασύλλαβο και τις αναπλάσεις
ή τις ανατροπές του. Ασφαλώς αυτά δεν είναι Όμηρος όπως τον θέλησε η
φιλολογία· μα ούτε και ακριβώς Νέα Ελληνικά όπως τα ζητούν γραμματικές
και λεξικά.
Ο ελληνικός Όμηρος του 19ου αιώνα, σήμερα, για μας: η λογοτεχνία και
η μετάφρασή της θολώνουν τα περιγράμματα του όποιου τότε και του όποιου
τώρα, δεν μας αφήνουν ούτε εδώ ούτε εκεί. Την επίγνωση αυτή ο Πολυλάς
έκανε λογοτεχνική γραφή που μας θυμίζει, με την οξύτητά της, ότι έννοιες
όπως αυτή του έθνους και της εθνικής ταυτότητας ενδέχεται να λειτουργούν
όπως η λογοτεχνική ιδέα για τη μετάφραση: σημαίνουν κάτι που υπάρχει
ασφαλώς, μα με τρόπο άδηλο, ας πούμε σαν ιστορική απορία – απορία που ο
ελληνικός 19ος αιώνας εξέφρασε σε τόνους που θα μένουν για μας, και υψηλοί
και αφελείς και οικείοι και ξένοι, αναπόδραστα.