Και οικείο και ξένο: οι ομηρικές μεταφράσεις του Πολυλά στην απορία του ελληνικού 19ου αιώνα
145
νεότερης δημοτικής ποίησης δίνει και η «εξάμετρος απλοελληνική» του Απο-
στολίδη, που συνδυάζει το δύσκολο μέτρο της με σχεδόν άναρχο γλωσσικό
εκλεκτισμό. Εξαιρετική είναι εδώ η πρόκληση που συνιστά το «πείσμα […] το
τρομερόν», καθώς αντιφάσκει προς τη μεγαλοστομία της συμβατικής επικής
ρητορικής μα και προς το «Ψάλε» που επιμένει στη αρχή:
Ψάλε το πείσμα θεά, τ’ Αχιλλέως του υιού του Πηλέως
το τρομερόν, το οποίον τους Έλληνας τόσας πικρίας
πότισε κ’ όχι ολίγων ηρώων ψυχάς εις τον Άδην
πρόωρα έστειλ’, αυτούς δε τροφήν εις τα όρνε’ αφήκε
και εις τους σκύλους· (κ’ η θεία βουλή του Διός επληρώθη)
άρχισε δε απ’ την ’μέραν, ’που ήλθαν το πρώτον εις λόγους
ο βασιλεύς Αγαμέμνων κι’ ο άξιος υιός του Πηλέως. (σ. 3)
Ο Πολυλάς κρατά τον δεκαπεντασύλλαβο τόσο για την
Οδύσσεια
όσο και
για την
Ιλιάδα
του. Η επιλογή του αυτή δεν έχει, εκ πρώτης όψεως, τη σπου-
δαιότητα που έχει αποδοθεί στον καινοφανή δεκατρισύλλαβο του
Αμλέτου
·
64
ούτε έχει την ιδιορρυθμία της πρότασης για συνδυασμό δεκαπεντασύλλαβου
και δεκαεπτασύλλαβου που διατυπώνει συζητώντας για τον Τίβουλλό του
65
και
υποδεικνύοντας μια κατεύθυνση που οι Καζαντζάκης και Κακριδής θα αξιο-
ποιούσαν συστηματικά αργότερα. Ο στίχος του Ομήρου του όμως ποικίλλει ως
προς τον ρυθμό και το σχήμα του με τρόπους που καθιστούν συχνά την έμμε-
τρη μορφή του δυσδιάκριτη και φαίνεται να απηχούν την ομηρική ταλάντευση
ανάμεσα στο προφορικό και το πεζό, την αφηγηματική ροή και τις δραματικές
ανακοπές της. Έχουμε, επί παραδείγματι, επίμονους διασκελισμούς που στο
απόσπασμα όπου επικεντρώνομαι ακολουθούν το πρωτότυπο:
66
64. Ο στίχος αυτός μοιάζει πολύ εύκολα, σχεδόν απλουστευτικά, να υλοποιεί έναν
γλωσσικό «μέσο όρο» καθώς στέκεται ανάμεσα στον ξενικό ενδεκασύλλαβο και τον
οικείο δεκαπεντασύλλαβο. Βλ. τη σχετική προσέγγιση στο
Π
ολυχρονάκης
, σ. 44.
65. «Ποιητική μετάφρασις» στο
Π
ολυλάς
, σ. 240.
66. Σε άλλα χωρία οι διασκελισμοί επιμένουν ακόμα εμφατικότερα, ποικίλλοντας
τη δραματική ροή του κειμένου:
Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του
ήσυχα· κι απ’ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη
εδάκρυσε και του ’λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ’ αφανίση
τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ.
[…]
(Ζ 404-413).