Γιωργοσ Βαρσοσ
142
(επανεκδίδεται, όπως είπαμε, το 1870) παραμένει από τη μεταβυζαντινή εποχή
της πολύ αβέβαιη, σχεδόν ασχημάτιστη. Η μετρική της δομή, με τον τροχαϊκό
ρυθμό των δεκαεξασύλλαβων στίχων, επιτείνει την αίσθηση αυτή. Και στο επί-
πεδο της σύνταξης ξεχωρίζει η χρήση τροπικών αντί αναφορικών προτάσεων, με
τα «πώς» να υπογραμμίζουν το ζητούμενο μιας ανέφικτης αφηγηματικότητας:
Την οργήν άδε και λέγε, ω θεά μου Καλλιόπη,
Του Πηλείδου Αχιλλέως, πώς εγένετ’ ολεθρία,
Και πολλάς λύπας εποίσε εις τους Αχαιούς δη πάντας,
Και πολλάς ψυχάς ανδρείας πώς απέστειλεν εις άδην,
Και κυσί και τοις ορνέοις προς βοράν έδωκε τούτους –
Ο γαρ Ζεύς ήθελεν ούτως – αφ’ ου γουν φιλονεικούντες
Εχωρίσθησαν αλλήλων ο τε βασιλεύς Ατρείδης,
Και ο Αχιλλεύς ταχύπους. (σ. 2)
61
Δεν μπορούμε να μη σημειώσουμε εδώ και την πολύ εκφραστική αμηχανία
του «άδε και λέγε» που σαν να πασχίζει να συμπεριλάβει όχι μόνο το ιλιαδικό
«άειδε» μα και το οδυσσειακό «έννεπε». Σε όλο τον υπόλοιπο 19ο αιώνα θα
επιβληθεί το υψηλότερο «ψάλλε». Είναι και η παράδοξη ισχύς που αποκτά
το απλό μα και σαν παράταιρο «ήθελεν ούτως» του Διός, στη θέση της «βου-
λής» που θα αποτελέσει αργότερα κοινό μεταφραστικό τόπο.
Για τις νεότερες μεταφράσεις μπορούμε να ξεκινήσουμε αντιπαραβάλλο-
ντας δύο πεζές εκδοχές. Η απόδοση του Δούκα (1835) μπορεί να θεωρηθεί η
αυστηρότερη εκδοχή αρχαΐζουσας καθαρεύουσας. Όμως αποφεύγει συστη-
ματικά τη χρήση ομηρικών λέξεων ακόμα και όταν αυτές διατηρούν σχετικά
σταθερή σημασία («άειδε», «μυρία», «άλγεα»). Συνολικά δίνει την αλλόκοτη
αίσθηση μιας γλώσσας που ανθίσταται σε κάθε ιστορική τοποθέτηση και είναι
για τον λόγο αυτό ιδιόρρυθμα ομηρική:
Δεύρ’ ειπέ ημίν, ω θεά, τίποθ’ ούτω χαλεπώς Αχιλλεύς ο Πηλέως εμήνισεν, εξ
ου τοσαύτα μεν κακά επέσκηψαν τοις Έλλησι, πολλών δ’ ηρώων ψυχαί ες άδου
κατήχθησαν, τα δε σώματ’ αυτών κυσί τε και όρνεσι βορά βουλή του Διός εγέ-
νοντο πάσιν, αφ’ ου ούτος αυτός και Αγαμέμνων ο βασιλεύς διηνέχθησαν προς
αλλήλους. (σ. 3)
Η «καθομιλουμένη» του Σκαλίδου (1871) χάνει την ιδιορρυθμία αυτή, αλλά
ο εκλεκτισμός της είναι κατά τόπους εκφραστικά αισθητός. Κρατά επίμονα
τύπους καθαρεύουσας (αναφορικές αντωνυμίες, ρηματική αύξηση, καταλήξεις
61. Για κάθε μετάφραση σημειώνω σε παρένθεση τη σελίδα της έκδοσης που ήδη
έχω αναφέρει στο πρώτο μέρος του κειμένου μου.