Και οικείο και ξένο: οι ομηρικές μεταφράσεις του Πολυλά στην απορία του ελληνικού 19ου αιώνα
139
ισχυρή είναι η διάκριση αυτή για τη λογοτεχνική μετάφραση και δη για τον
ελληνικό 19ο αιώνα;
Υπάρχει, πράγματι, κάτι που αναιρεί την ίδια την αντιπαράθεση οικείου
και ξένου μέσα στην αταξία των γλωσσικών πρακτικών του ελληνικού 19ου
αιώνα. Πρόκειται για την ίδια τη νεότερη ελληνική γλώσσα στις συγκεκριμένες
συνθήκες ανάπτυξης και διαμόρφωσής της. Είναι γνωστές οι δυσκολίες της
ελληνικής λογιοσύνης, ήδη από τον 18ο αιώνα και σε όλη τη διάρκεια του 19ου,
απέναντι στην επιλογή του ιδιώματος όπου θα γράψει ή θα μεταφράσει κανείς,
αναλόγως μάλιστα του γραμματειακού είδους που υπηρετεί.
55
Και κάθε επιλο-
γή χαρακτηριζόταν αναπόφευκτα από ανομοιογένεια και εκλεκτισμό, έτσι ώστε
η γλωσσική πολυτυπία να είναι ενδεχομένως πιο οικεία από την όποια αυστηρή
πειθαρχία, καθότι η ελληνική γλώσσα δεν είχε διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά
της οικειότητας που είχαν βαθμιαία προσλάβει άλλες νεότερες εθνικές γλώσσες
για τους φυσικούς ομιλητές τους ως επίσημες γλώσσες εθνικού κράτους και
αντίστοιχης παιδείας. Απεναντίας, η εκμάθηση ξένων γλωσσών γινόταν οργα-
νωμένα και συστηματικά για ορισμένα ελληνόφωνα κοινωνικά στρώματα του
19ου αιώνα, όπως και η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής – δημιουργώντας την
ιδιαίτερη οικειότητα που καλλιεργεί η εκπαίδευση και τα εργαλεία της. Κατά
συνέπεια, η γλώσσα ήταν πεδίο δοκιμών και στοχαστικών αναπροσαρμογών σε
ένα έδαφος όπου καμία εκδοχή της τρέχουσας Ελληνικής δεν ήταν απολύτως
οικεία· και όπου δεν ήταν απολύτως ξένο ούτε το ελληνόγλωσσο παρελθόν της
αρχαιότητας μα ούτε και το αλλόγλωσσο παρόν της ευρωπαϊκής νεωτερικό-
τητας. Η ιδιαίτερη σημασία της μεταφραστικής γλώσσας του Πολυλά έγκει-
ται στο ότι
καθιστά γλωσσικά εναργέστερη και λογοτεχνικά δραστικότερη την
απορία της περιπλοκής αυτής.
Για τη δική μας οπτική, το λογοτεχνικό ερώτημα σχετικά με τις μεταφρά-
σεις είναι πώς οι ασαφείς και συγκεχυμένες εντάσεις μεταξύ του οικείου και
του ξένου θα απηχήσουν τη λογοτεχνική ιδέα που πρώτο έδειξε το πρωτότυ-
πο. Κρίσιμη από την άποψη αυτή είναι, για τον Νεοέλληνα μεταφραστή, η
ένταση ανάμεσα στην ιστορική απόσταση και τη μορφολογική εγγύτητα της
ομηρικής γλώσσας. Σημαντικό όμως είναι και το δίλημμα που φαίνεται ότι
Seuil, Παρίσι 1999 (
1
1985)· Lawrence
V
enuti
,
The Translator’s Invisibility,
Rout-
ledge, Λονδίνο 1995.
55. Πρβλ. Στέση
Α
θήνη
,
Όψεις της νεοελληνικής αφηγηματικής πεζογραφίας
,
ΙΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 2010, κυρίως το κεφάλαιο «Η αναζήτηση της γλωσσικής ταυτό-
τητας», όπου συγκρίνονται οι γλωσσικές απόψεις και τα μεταφραστικά εγχειρήματα
Καταρτζή και Κοδρικά, σ. 391-401.