Γιωργοσ Βαρσοσ
140
όρισε γενικότερα τη σχέση της δυτικής νεωτερικότητας με τον Όμηρο ως λογο-
τεχνικό πρότυπο: Πώς συντονίζεται το στοιχείο του ύψους, και άρα η ιδεατή
του απόσταση, με το στοιχείο της αφέλειας και την ιδιάζουσα εγγύτητά του.
Την ένταση αυτή ο Schiller ανήγαγε σε βασικό στοιχείο διάκρισης της επικής
παράδοσης από τη νεότερη λυρική ποίηση. Αλλά και στην Ελλάδα του 19ου
αιώνα το θέμα κυριαρχούσε στη συζήτηση για την ομηρική ποίηση και για τις
σχέσεις της με το δημοτικό τραγούδι. Ο Καλοσγούρος ορίζει, πολύ εύγλωττα,
την ομηρική γλώσσα ως «το μοναδικόν εκείνο σύγκραμα του πνευματικού
ύψους και της άκρας αφελείας και φυσικότητος»
56
και θεωρεί τον συνδυασμό
αυτό κλειδί για την εκτίμηση της πολυλαϊκής μεταφραστικής γλώσσας. Εκτι-
μώντας το πολυλαϊκό ποιητικό ιδίωμα μιλά, πιο συγκεκριμένα, για «χαρίεσσαν
όψιν φυσικότητος», που επιτυγχάνεται «διά της ευκαίρου και σχεδόν ανε-
παισθήτου μεταβάσεως από της ανωτέρας εκφράσεως εις την δημοτικωτάτην
αφέλειαν».
57
Αναγνωρίζει συνάμα ότι
εκ της ειρημένης τάσεως του συγγραφέως προς το υψηλόν και το ευγενές της
εκφράσεως και εκ της λίαν επιφυλακτικής αυτού θέσεως προς το χυδαίον προ-
ήλθον πολλάκις εν τη Οδυσσεία ανωμαλίαι ή υπερβάσεις των ορίων εκείνων της
φυσικότητος, άτινα επιβάλλονται υπ’ αυτής της εννοίας της Τέχνης και μάλιστα
της αρχαίας.
58
Δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη λόγια πλευρά του πολυλαϊκού ιδιώματος,
ο Μαβίλης ελέγχει την άποψη της «επιτροπείας των κριτών των αναγνωστι-
κών βιβλίων» ότι η πολυλαϊκή
Οδύσσεια
χαρακτηρίζεται από «στρυφνή γλώσ-
σα» ή από το «ατιμέλητον στιχουργίας» σε σύγκριση με μια γλώσσα η οποία,
«φυσική και αβίαστος», θα είχε την «αφέλεια και χάρι» του Βικέλα. Θεωρεί
απεναντίας ότι η γλωσσική ιδιοτυπία του Πολυλά ελέγχει την «όλως χυδαίαν
και κλέφτικην αλλ’ όχι ομηρικήν αφέλειαν» που ο δημοτικισμός του Βικέλα
καλλιεργεί φορώντας στον Όμηρο «δημώδη κάπαν».
59
56.
Κ
αλοσγούρος
, σ. 308.
57. Το ίδιο, σ. 311.
58. Το ίδιο, σ. 319.
59. Λορέντζος
Μ
αβίλης
, «Απάντησις προς τους κριτάς των αναγνωστικών βιβλίων
τους επικρίναντας την έμμετρον μετάφρασιν του κ. Πολυλά»,
Παιδαγωγικόν Σχολείον
(Ιούλ. 1884), σ. 176-178. Παράλληλα ο Μαβίλης ειρωνεύεται την απλουστευμένης έννοι-
ας «ροή» του ποιητικού κειμένου που από τότε ταλάνιζε, καθώς φαίνεται, τη μεταφρα-
στική κριτική: «Συνήθως οι θέλοντες να κρίνωσι περί στίχων και μη έχοντες τας απαι-
τουμένας προς τούτο γνώσεις καταφεύγουσιν εις την έκφρασιν
ο στίχος ρέει ή δεν ρέει.
Κ’ εάν μεν ηξεύρουν να τον αναγνώσωσι, τότε
ρέει
, εάν δε μη,
δεν ρέει
» (ό.π., σ. 185).