Previous Page  462 / 562 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 462 / 562 Next Page
Page Background

απαρχεσ τησ εντυπησ και σκηνικησ προσληψησ του ρωσικου θεατρου στην ελλαδα

461

Τα πρώτα γράμματα εδιδάχθη εν τη αυτόθι κοινοτική Ελληνική Σχολή, ένθα εξέ-

μαθε την νεοελληνικήν γλώσσαν, την οποίαν όμως μετά την εκ της σχολής απο-

φοίτησιν ελησμόνησεν επιδοθείς εις τα ρωσσικά. […] Τα έργα του διακρίνονται

διά την βαθύτητα της ψυχολογικής αναλύσεως, την πιστότητα και αλήθειαν των

χαρακτήρων, το αυστηρόν της συνθέσεως, τον ειλικρινή σκεπτικισμόν και την

φιλοσοφικήν αμεροληψίαν. Τα έργα του Τσέχοφ προξενούσιν εντύπωσιν διαρκή

και απολύτως πρωτότυπον, οι δε κριτικοί πάντες ανομολογούσιν, ότι ο Τσέχοφ

είναι ο Μωπασάν της Ρωσίας. Ως ο Γάλλος μυθιστοριογράφος, έγραψε πλείστα

μικρά αριστουργήματα πλήρη παρατηρητικότητος και ποιήσεως, αληθινά φιλο-

λογικά κομψοτεχνήματα.

22

Ουσιαστική αναφορά στον θεατράνθρωπο Τσέχοφ εντοπίζεται στα ελλη-

νικά γράμματα με την αγγελία του θανάτου του, στο περιοδικό

Παναθήναια

(15.7.1904) σε ανταπόκριση του Μιχάλη Λυκιαρδόπουλου από τη Ρωσία.

Πρόκειται για συγκινητική νεκρολογία στην οποία εμπεριέχονται σπερματικές

αναφορές στον ιδιαίτερο τόνο του τσεχοφικού θεάτρου. Θα ακολουθήσει η

έκδοση των μη δοκιμασμένων σκηνικά μεταφράσεων του

Βυσσινόκηπου

στα

Παναθήναια

(1905) και του

Γλάρου

στα

Ηλύσια

(1906), σε μετάφραση από

τα Ρωσικά από τον Αγαθ. Γ. Κωνσταντινίδη.

Η Αρκούδα

, «διασκευασθέν εκ

του ρωσσικού υπό Κ. Λαδοπούλου», παίζεται συνολικά τρεις φορές και χαρα-

κτηρίζεται στον Τύπο της εποχής «περιεργότατον και πολύ ψυχολογημένον

παίγνιον» (εφημ.

Ακρόπολις

, 18.3.1902), αλλά, επειδή παρουσιάζει «παιγνι-

ώδη κατ’ ιδιόρρυθμον αντίληψιν της ζωής επί σκηνής» (εφημ.

Νέον Άστυ

,

18.3.1902), φαίνεται ότι ξένισε όσους «ανέμεναν να ιδούν κωμωδίαν και δεν

έμειναν και πολύ ενθουσιασμένοι από τας υπερβολικάς σκηνάς του παιγνίου».

Ωστόσο, η

Αρκούδα

, παιγμένη στον σκηνικό χώρο ενός σαλονιού, χωρίς ιδι-

αίτερα εντυπωσιακό διάκοσμο, «κατάφερε να συγκρατήσει την προσοχήν των

θεατών καθ’ όλην την διάρκειάν της», γιατί «εγκλείει αλήθεια εις την ελαφρό-

τητα και την υπερβολήν των σκηνών της». Παρά τις γενικόλογες αλλά ευνο-

ϊκές σημάνσεις στις εφημερίδες της εποχής περί ανεβάσματος της

Αρκούδας

με «πολλήν επιμέλειαν», η παράσταση δεν εδραιώνει σκηνικά το όνομα του

συγγραφέα της.

Καταληκτικά, σε αυτή την πρώτη φάση οι άνθρωποι του ελληνικού θεά-

τρου (μεταφραστές, σκηνοθέτες, θιασάρχες) άλλοτε αποδύθηκαν σε μια προ-

σπάθεια σκηνικής απόδοσης της «ρωσικής ψυχής» (ατμόσφαιρα, σατιρική

διάθεση, γκροτέσκο) και άλλοτε κατέφυγαν σε προσαρμογές των ηθών στα

καθ’ ημάς, θυσιάζοντας κατά τη μεταφορά το χρώμα της ηθογράφησης και

22.

Παναθήναια

(15.12.1900).