Κωνσταντινα Ριτσατου
364
έχει αιχμαλωτιστεί από τον Πασά του Ευρίπου κι εκείνη αναγκάζεται να πάρει
τους δρόμους για να τον αναζητήσει, δεν σκέφτεται μόνο τον εαυτό της, αλλά
όπως θα έκανε κάθε σεμνή αρχοντοπούλα αναρωτιέται: «τι να κάμω […] Πώς
να γυρίσω πίσω χωρίς μια είδηση καν γι’ αυτόν; Τι να πω στο γέρο πατέρα του;
Που από την απελπισιά του δεν του έμειναν πια στα μάτια δάκρυα; Τι να πω
στη δόλια μάννα του, που κατάκοιτη παραδέρνει;» (σ. 99). Οι πιο υποψιασμέ-
νοι θεατές της παράστασης της
Νεράιδας του Κάστρου
διαπίστωσαν ότι στο
πρόσωπό της καθρεφτίζεται αυτούσια η τρανή ελληνική αρχαιότητα.
17
Και ας
μπερδεύεται από την εικόνα της η Αραπίνα του έργου, που τη ρωτά αν είναι
«Τούρκα ή Ρωμιά;» (σ. 100), κι ας μοιρολογεί πάνω στο άψυχο κορμί του
αγαπημένου της με ένα παραδοσιακό μοιρολόι κι ας σημειώνει ο συγγραφέας
ότι η ελληνική από την τουρκική ενδυμασία που φορεί η Καρυά διαφέρει μόνο
ως προς το πέπλο…
Ο κατάλογος των προσώπων στις
Νεράιδες
του Περεσιάδη θέλει την Πού-
λια «βασίλισσα των Νηρηίδων», από τις οποίες αποτελείται ο Χορός του έργου.
Πρόκειται για τη μοναδική αρχαιοπρεπή νότα του κειμένου, τοποθετημένη
στα ψιλά γράμματα των σκηνικών οδηγιών, καταδικασμένη να μην απασχολή-
σει κανέναν από τους Αθηναίους θεατές. Ο συγγραφέας βρίσκεται οπωσδήπο-
τε εγγύτερα στον αγροτικό βίο και στις ταπεινές δημιουργίες του προφορικού
λόγου από τον Καμπούρογλου, που μεγαλώνει στο αστικοποιούμενο αθηναϊκό
κέντρο, και ακόμα περισσότερο από τον Ψυχάρη, που εγκαταστάθηκε από
πολύ νωρίς στην πόλη του Φωτός. Ο Περεσιάδης διατηρεί στη μνήμη του τις
17. Μετά την παράσταση της
Νεράιδας του Κάστρου
,
ο Ξενόπουλος σε επιφυλ-
λίδα του στην
Εστία
, 26.8.1894, αφού ξεκαθαρίσει ότι δεν τον ενοχλεί διόλου η μεί-
ξη «υπερφυσικού και πραγματικού» καταλήγει: «Το πολύ πολύ εις το τέλος, όταν
αναμετρηθώ τι είδα και τι ήκουσα, να εξαγάγω εν συμπέρασμα εκ του συμβολισμού
του: Η Νεράιδα, την οποίαν ο Μιχαήλ λατρεύει, είνε αυτή η ένδοξος και περικαλλής
Αρχαιότης, η ελληνική, η αθηναϊκή αρχαιότης». Ο Ξενόπουλος συνεχίζει μιλώντας
για τη δική του εποχή: «Μήπως και σήμερον δεν έχει ανάγκην ηρώων, η αγαπημένη
αυτή πατρίς; Ευτυχής ο θνητός, ο οποίος θα ησθανθή και πάλιν μεταξύ των χειρών
την άκραν του μυστηριώδους πέπλου της Νεράιδας και εξ αυτού θ’ αρυσθή την
δύναμιν να μεγαλουργήση! […] Ω, και πότε είνε περιττή η προς την Αρχαιότητα και η
προς την Πατρίδα λατρεία!». Στο ίδιο κείμενο ο Ξενόπουλος υποστηρίζει ότι το έργο
δεν ευδοκίμησε στη σκηνή γιατί είναι «διαμαρτυρία κατά του θεατρικού καθεστώτος,
υπόδειγμα και αρχή νέας εργασίας, νέας μεθόδου, η ηώς ασυγκρίτου μέλλοντος» και
καινοτομεί στη γλώσσα και στην κατασκευή του. Ο Γεώργιος
Κ
οζάκης
Τ
υπάλδος
,
Εικονογραφημένη Εστία
(12.3.1895) καταλήγει: «Το πρόσωπον της Νεράιδας εκπρο-
σωπεί την αθάνατον έμπνευσιν της αρχαίας τέχνης και την νοσταλγίαν του Αθηναίου
διά το φως και τα χρώματα της Αττικής».