Previous Page  115 / 562 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 115 / 562 Next Page
Page Background

ΒΑΝΙΑ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ

114

ρεί ότι «εκ του αναβαπτισμού τούτου εβλάβη ολιγώτερον από τον κ. Ραγκα-

βή ο Σαρδού», ενώ ο Οδυσσέας Ανδρεάδης, συγκρίνοντας ακροθιγώς τα δύο

έργα (καθώς τα γνωρίζει μόνο μέσα από περιγραφές τρίτων), καταλήγει στο

συμπέρασμα ότι «η ιδέα ότι ο Sardou ανέγνω πρότερον τον Ραγκαβήν δεν

δύναται να θεωρηθή αβάσιμος».

15

Τέσσερα χρόνια αργότερα, όταν η Ευαγγε-

λία Παρασκευοπούλου παρουσίασε το έργο και στην Αθήνα (27.10.1896), το

θέμα επανέρχεται στην επικαιρότητα.

16

Αμέσως μετά την πρεμιέρα οι Δημή-

τριος Καλογερόπουλος, Δημήτριος Καμπούρογλου και Δημήτριος Κορομηλάς

διασταυρώνουν τα δημοσιογραφικά τους ξίφη, συγκρίνοντας, αναλύοντας και

αξιολογώντας τα δύο δράματα. Ωστόσο, αξίζει να αναφερθεί ότι μόνο ο Κορο-

μηλάς γνώριζε καλά και τα δύο έργα, καθώς η

Ευρυμέδη

του έχασε από τη

Ματθίλδη

του Ραγκαβή στον διαγωνισμό των Ολυμπίων, αλλά και είχε υπάρ-

ξει μάρτυρας των σκηνικών περιπετειών της

Γισμόνδας

καθώς ήταν «τότε εν

15. «Το νέον δράμα του Σαρδού. Η

Δούκισσα των Αθηνών

ή

Γισμόνδα

»,

Το Άστυ

,

16.10.1894, σ. 2· Οδυσσέας Α

νδρεαδης

, «Δραματική επιθεώρησις. Η

Gismonda

του

Sardou και η

Δούκισσα των Αθηνών

του Κλ. Ραγκαβή»,

Νεολόγου Εβδομαδιαία Επι-

θεώρησις,

Κωνσταντινούπολη,

52 (13.11.1894), σ. 1036. Σε προηγούμενο άρθρο του

ο Ανδρεάδης είχε αναφερθεί στις ομοιότητες μεταξύ των δραμάτων και είχε μάλιστα

σημειώσει ότι ο Γάλλος συγγραφέας συνηθίζει να «δανείζεται» στοιχεία από άλλους

συναδέλφους του. Βλ. Α

νδρεαδης

, «Δραματική επιθεώρησις. Η

Gismonda

του Sardou

και η

Δούκισσα των Αθηνών

του Κλ. Ραγκαβή»,

Νεολόγου Εβδομαδιαία Επιθεώρησις

Κωνσταντινούπολης

50 (30.10.1894), σ. 999.

16. Η παράσταση αναμενόταν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς την περιέργεια του

κοινού είχαν πυροδοτήσει οι αναγγελίες των εφημερίδων σχετικά με την πολυτέλεια

των σκηνικών και των κοστουμιών, που είχαν γίνει ειδική παραγγελία στο Βερολίνο.

Βλ. «Ειδήσεις»,

Καιροί

, 27.10.1896, σ. 2. Πράγματι «Το κοινόν ήτο κατέπληκτον και

μαγευμένον διά τον πλούτον», έγραφε ο Νικόλαος Επισκοπόπουλος, ωστόσο, όπως

παρατηρούσε «εις την σχετικώς υπερτέραν αυτήν εκτέλεσιν και εις τον πλούτον τον

εξαιρετικόν του διακόσμου αποτελεί επίσημον αντίθεσιν η κενότης του δράματος και

[…] η έλλειψις παντός ενδιαφέροντος τα οποία παρουσιάζει. Ευτύχημα είνε ότι ο συγ-

γραφέας πραγματεύεται ιστορικώς το θέμα και φροντίζει να μας παρουσιάση όσας

πλειοτέρας ιστορικάς πληροφορίας δύναται […]. Ήτο ο μόνος τρόπος του να καλυ-

φθή το ανάπηρον της ουσίας του δράματος, η χαλαρότης αυτού, το όλως τετριμμένον

και σύνηθες και προϊστορικόν της πλοκής». Βλ. Ν. Επ. [= Νικόλαος Ε

πισκοποπου

-

λος

], «Εκ του κόσμου των θεάτρων. Η

Δούκισσα των Αθηνών

»,

Το Άστυ

, 29.10.1896,

σ. 2. Στο ίδιο ύφος κινείται και η κριτική του Γεωργίου Τσοκόπουλου, ο οποίος βρίσκει

ότι η υπόθεση είναι «πολύπλοκος και δαιδαλώδης […] μια ιστορική αναπαράστασις

γεγονότων ακριβής και ευσυνείδητος αλλά χωρίς την ζωήν εκείνην και το δραματικόν

ενδιαφέρον, τα οποία προϋποθέτει το δράμα. Βλ. Γ. Β. [= Γεώργιος Τ

σοκόπουλος

;],

«Η

Δούκισσα των Αθηνών

»,

Ακρόπολις

,

29.10.1896, σ. 3.