Σοφια Ματθαιου
430
‘ακαδημαϊκό’ ύφος των οποίων υποδεικνύει ότι επιδιώκουν να εμπλου-
τίσουν τις γνώσεις ενός πεπαιδευμένου κοινού, τα δημοσιεύματα των
περιοδικών
Φιλολογικός Συνέκδημος
και
Φιλίστωρ
συνδέονται σε μεγά-
λο βαθμό με τις ανάγκες της διδασκαλίας είτε στο γυμνάσιο είτε στο
πανεπιστήμιο και δεν αποφεύγουν τις αιχμές για τα ζητήματα της επι-
καιρότητας. Πρόκειται για τον συχνά διαπιστούμενο στα κείμενα της
εποχής διδακτισμό.
4. Πολλά δοκίμια υποκαθιστούν κατά κάποιον τρόπο τις αυτοτελείς εκδό-
σεις, τις οποίες με δυσκολία προμηθεύεται η ελληνική αγορά.
5. Τα περισσότερα κείμενα (τα ασχολούμενα με βιογραφικές προσεγγίσεις,
με την καθημερινή ζωή ή τους θεσμούς στην αρχαιότητα, την αρχαία
θρησκεία, ακόμη και την ιστορία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας
κτλ.) αναδεικνύουν σε τελευταία ανάλυση την ιστορική διάσταση της
αρχαιότητας, γεγονός που ασφαλώς συνδέεται με την επιρροή της γερ-
μανικής σχολής της Αρχαιογνωσίας.
6. Τείνω να πιστέψω ότι η επιρροή αυτής της σχολής δεν οφείλεται μόνο
στο γεγονός ότι ήταν η πιο μοντέρνα της εποχής, με την οποία συν-
δέθηκαν πολλοί λόγιοι από τα προεπαναστατικά χρόνια. Αν λάβουμε
υπόψη το επίμονο ενδιαφέρον όλων για την καταγραφή των στοιχείων
της νεοελληνικής κοινωνίας (γλώσσα, ήθη και έθιμα, παροιμίες, δημο-
τικά τραγούδια κτλ.), οδηγούμαστε στη σκέψη ότι αυτή η φιλολογική
σχολή ταίριαζε στις ανάγκες της συγκρότησης του νέου κράτους, το
οποίο αναζητούσε στη μακρά διάρκεια της ιστορίας την ταυτότητά του.
Είναι χαρακτηριστική η διακήρυξη των στόχων του πιο ‘επιστημονικού’
περιοδικού, του
Φιλίστορος
:
Πρέπει πρώτον τα μεν οπωσούν γνωστά μέρη της τρισχιλιετούς ιστορίας
μας γνωστότερα να κατασταθώσι, τα δε σκοτεινά να διαφωτισθώσιν, έπει-
τα να εκτεθή ζώσα εικών της παρούσης καταστάσεώς μας κατά πάσας τας
όψεις και τελευταίον να τεθώσιν αρχαί τινες ψυχολογικαί και παιδαγωγικαί
και κατά ταύτας να γείνωσιν απόπειραι και δοκιμαί περί τε την κατ’ οίκον
αγωγήν των παίδων και την εν τω σχολείω παίδευσιν και διδασκαλίαν, τα δε
πορίσματα να διακοινωθώσιν εις άπαν το έθνος.
79
79.
Φιλίστωρ
1 (1861), σ. 2.