

Ιωαννησ Κυριακαντωνακησ
394
Ο συγγραφέας προτάσσει «τα εν Κωνσταντινουπόλει» πνευματικά και
εκπαιδευτικά τεκταινόμενα, διαφορετικά ίσως από ό,τι θα πρότεινε μια εναλ-
λακτική αφήγηση της διανοητικής μας ιστορίας (ακόμα και εκείνη του Γεδεών
στην
Πνευματική Κίνηση του Γένους
), πιάνοντας το νήμα της νεοελληνικής
αναγέννησης από τη διασπορά στην Ιταλία, τη Βιέννη ή το Παρίσι. Τη δεσπό-
ζουσα θέση της Κωνσταντινούπολης, «κέντρου και αφετηρίας» στα ελληνικά
πνευματικά πράγματα, χαρακτηρίζει, σύμφωνα με την ανάλυση του Παρανί-
κα, μακρά διάρκεια, αναγόμενη στους πρώτους βυζαντινούς αιώνες. Αναγνω-
ρίζεται πάντως ότι η σχέση της Πόλης με την ελληνική παιδεία γνώρισε κρίση
μετά το 1453. Ο συγγραφέας παραθέτει τους λόγους του Θεοδοσίου Ζυγομα-
λά προς τον Μαρτίνο Κρούσιο που επικεντρώνονταν στο στοιχείο της απώ-
λειας, της μετοικεσίας της αρχαίας σοφίας και της πνευματικής καλλιέργειας
προς τις Ακαδημίες της Δύσης.
17
Το γεγονός αυτό, η απώλεια της προνομιακής
σχέσης των Ελλήνων με την κλασική παιδεία, κρίνεται ως μη αναστρέψιμο και,
όπως αναφέρει ο Κωνσταντίνος Βασιάδης στην επιστολή του προς τον Ματ-
θαίο Παρανίκα, η οποία δημοσιεύεται ως εισαγωγή στο
Σχεδίασμα
, η δυτική
επιστήμη γνωρίζει καλύτερα τα θέματα της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ενώ
αγνοεί τη νεοελληνική παιδεία.
18
Επομένως, σημαντική γενικότερα αποστολή του ΕΦΣΚ ήταν να συνεισφέ-
ρει με τα δημοσιεύματά του στον τομέα που η ευρωπαϊκή φιλολογία υστερού-
σε, στον τομέα των νεοελληνικών σπουδών, στην καταγραφή της νεοελληνικής
λόγιας παράδοσης, στη
συλλογήν και διασάφησιν των αναφερομένων εις την κατάστασιν των γραμμά-
των παρά τω ημετέρω έθνει από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως μέχρι
των καθ’ ημάς χρόνων και εις τα του βίου των εκασταχού διακριθέντων και δια-
πρεψάντων ανδρών, οι έν και μόνον έσχον κύριον έργον, την πιστήν διατήρησιν
των πατρίων και την ηθικήν και διανοητικήν του έθνους αναγέννησιν.
19
Είναι ενδιαφέρον ότι προτάσσεται αυτό το μέλημα, η θεμελίωση δηλαδή της
νεοελληνικής επιστήμης και ιδεολογίας, που για τον Παρανίκα αποτελεί φόρο
τιμής στους διδασκάλους του Γένους (και βέβαια στην Εκκλησία), οι οποίοι
σε καιρούς δεινούς καλλιέργησαν κατά το δυνατόν τα γράμματα, «ούτω δε
διετήρησαν την θρησκεία και την γλώσσαν, τα τιμαλφέστερα ημών πράγμα-
Βουτυρά, Κωνσταντινούπολη 1880 (ανατύπωση Βιβλιοπωλείο Διονυσίου Καραβία,
Αθήνα 1988).
17. Π
αρανικας
, σ. 4-6.
18.
Το ίδιο
, σ. ζ΄-η΄ (επιστολή Η. Βασιάδη).
19.
Ό.π
.