Η Βαϊμάρη στην Αθήνα
327
κατεξοχήν ρομαντικό, που συγκρατείται όμως από την αυστηρή δομή των κει-
μένων, τα οποία επωμίζονται τον ρόλο να ανασυστήσουν με τον τρόπο αυτό
την κλασική ολότητα.
9
Πρόκειται στο σημείο αυτό για επιδίωξη που διόλου
δεν συμμερίζονται οι Γερμανοί ρομαντικοί, προτείνοντας μια άλλη προσέγγιση
στο κοινό βίωμα της απώλειας και του κατακερματισμού και στην αναζήτηση
του χαμένου παραδείσου.
10
Στις νεότερες ιστορίες της γερμανικής λογοτεχνίας
ο Κλασικισμός της Βαϊμάρης και ο Ρομαντισμός δεν αντιμετωπίζονται πλέον
ως αντιθέσεις, αλλά ως «αλληλοσυμπληρούμενες υφολογικές παραλλαγές της
γερμανικής ποίησης γύρω στα 1800, που συνιστούν διαφορετικές αντιδράσεις
στην κοινή διάγνωση ότι η νεωτερικότητα έχει απoλέσει την φυσικότητα της
ευτυχέστερης αρχαιότητας.».
11
Αυτή η διαλεκτική σχέση και η κριτική από-
σταση μεταξύ αρχαιότητας και νεωτερικότητας, μεταξύ κλασικού και ρομαντι-
κού, και ο αναστοχασμός πάνω στη γόνιμη, αλλά και γεμάτη αντιθέσεις σχέση
αρχαίας και μοντέρνας τέχνης
12
είναι ίσως τα στοιχεία που δεν προσελήφθησαν
9. Πρβλ.
Σ
ίλλερ
,
Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως
, μτφρ. Παναγιώ-
της Κονδύλης, Στιγμή, Αθήνα 1985, πραγματεία σημαντική για το θέμα της σχέσης
της αρχαίας με τη μοντέρνα τέχνη και για τον ρόλο της τέχνης στην προσπάθεια ανα-
δημιουργίας της χαμένης ολότητας. Βλ.
S
chiller
«Über naive und sentimentalische
Dichtung» στον τόμο
Schiller
,
Theoretische Schriften
, σ. 706-810.
10. Βλ. για παράδειγμα το γνωστό δοκίμιο του Heinrich von
K
leist
,
Über das
Marionettentheater
(1810) στον τόμο
Heinrich von Kleist
,
Sämtliche Werke und
Briefe
,
2 τόμοι, τ. Β΄, επιμ. Helmut Sembdner, Hanser, Μόναχο
3
1964 (συμπληρω-
μένη και αναθεωρημένη), σ. 338-345·
K
leist
,
Οι μαριονέτες
,
μτφρ. Τζένη Μαστο-
ράκη, Άγρα, Αθήνα 1982. Το δοκίμιο απηχεί και αντικρούει θέσεις που είχε διατυ-
πώσει ο Σίλλερ. Πρβλ.
S
chiller
, «Über Anmut und Würde» στον τόμο
Schiller
,
Theoretische Schriften
, σ. 330-394·
S
chiller
,
Περί χάριτος και αξιοτιμίας
, μτφρ.
Μιχ. Φ. Δημητρακόπουλος, ιδ. έκδοση, Αθήνα 2005 (Αισθητική Ηθική, τεύχος πρώτο:
Friedrich Schiller).
11. Albert
M
eier
,
Klassik, Romantik
, Reclam, Στουτγάρδη 2008, σ. 9. Βλ.
B
eutin
,
σ. 154-207 (μτφρ. του αποσπάσματος Κ. Μ.).
12. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Goethe χρησιμοποιεί τον όρο ‘κλασικορομαντι-
κός’ για να συνοψίσει τα τεκταινόμενα στην τρίτη πράξη του δεύτερου
Φάουστ.
Ο
συγγραφέας δημοσίευσε αυτοτελώς το 1827 την τρίτη πράξη με τον τίτλο «Ελένη,
κλασικορομαντική φαντασμαγορία»· έκτοτε η πράξη είναι γνωστή και ως «Ελένη»
(
Helena-Akt
). Στη γλώσσα της εποχής του Goethe η λέξη ‘κλασικό’ παραπέμπει
στην αρχαιότητα και η λέξη ‘ρομαντικό’ στη μεσαιωνική εποχή, που είναι η εποχή
αναφοράς των Γερμανών ρομαντικών συγγραφέων, ενώ ‘φαντασμαγορία’ είναι λέξη
που δημιουργήθηκε αρχικά στη Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα (
fantasmagorie
) για
να ονομάσει την τεχνητή προβολή επί της θεατρικής σκηνής οπτασιών (πνευμάτων,
φαντασμάτων) μέσω ενός μηχανήματος που είχε κατασκευάσει ο φυσικός Etienne-