Previous Page  181 / 482 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 181 / 482 Next Page
Page Background

Βασιλησ Λετσιοσ

180

έντονα γράμματα) με τονική ποικιλία, π.χ. στον στίχο 2 τονίζεται η τρίτη αντί

για τη δεύτερη συλλαβή (στοιχείο που θα βρούμε στον ενδεκασύλλαβο), ενώ

ο στίχος 8 είναι οξύτονος. Εδώ όμως θα δούμε και μια τακτική που θα καλλι-

εργήσει ποικιλότροπα στα σονέτα του, όπου μπορεί να αρχίζει και να τελειώνει

με έναν σοβαρό παρατονισμό. Κατ’ αναλογία με το προηγούμενο παράδειγ-

μα, η αλλαγή της διάθεσης, από την απόλυτη χαρά στη συνειδητοποίηση της

απουσίας της, αποδίδεται από τον μεταφραστή με τον σοβαρό παρατονισμό

των δύο τελευταίων στίχων, που ακυρώνει το ίδιο το μέτρο (με έντονα πλάγια

γράμματα): «Άλλο να ’πω δεν θέλω

·

αλλ’ αν αργή/Της ζωής σου η γιορτή, μη

σε βαραίνη».

Και θα κλείσω με δύο αναφορές από κριτικά κείμενα του Μαβίλη με ανα-

φορά στον ενδεκασύλλαβο, που κατατέθηκαν το 1911 (ένα τον Μάιο και ένα

τον Ιούνιο), τα οποία είναι απολύτως διαφωτιστικά ως προς τα παραπάνω,

καθώς εντοπίζουμε σε αυτά τη σημασία που αποδίδει ο ποιητής-μεταφραστής

στην «ελευθέρωση των μορφών» και τη σχέση της με το νόημα:

ο λεγόμενος endecasillabo dantesco (για τη μεγάλη χρήση που έκαμε ο

Dantes του στίχου αυτού του τονισμένου στην έφτατη αντί στην έξατη μέσα

στα ποιήματά του) στες μετέπειτα εποχές αποφεύγεται και μονάχα τότε τον

μεταχειρίζονται όταν πρόκειται να εκφράση η αρρυθμία ή μάλλον η ιδιορρυθμία

μία στενοχώρια που εκφράζουν τα νοήματα του στίχου, ή για μιμητική αρμονία.

Κλασικό πρότυπο αυτής της χρήσης είναι π.χ. οι δύο στίχοι του Δάντη

e come quei che con lena affanata

uscito fuor del pelago alla riva.

όπου ο ρυθμός εκφράζει και την αγωνία του κολυμπητή.

Μιμητικό σκοπό έχει ο στίχος του Σολωμού στο «Λάμπρο»

Λάμνουν με κάτι κουπιά τσακισμένα.

Στο σονέτο μου, μου φαίνεται, πως και ο κακός ήχος και ο ρυθμός προσπα-

θεί να αποδώσει το ξεψύχημα και το λίγωμα του κακομοίρη του σονετίστα.

Σε άλλα σονέτα επροσπάθησα και για άλλο λόγο δευτερεύοντα που συντρέχει

και εδώ να μεταχειριστώ αυτόν τον στίχο. Καθώς εις τη μουσική οι dissonanzes,

οι δυσηχίες δηλ. προετοιμάζουν τη μεγαλύτερη απόλαψη της τέλειας συνηχίας

(accord perfetto) έτσι μπροστά σ’ ένα στίχο γεμάτο και ηχερό μ’ αρέσει να

βάνω έναν άπλερο και τραχύν. Άρχισα όμως και σονέτο με τέτοιο στίχο (πράμα

σπάνιο σε άλλες φιλολογίες): Μούχρωμα,

Φυσάει τ’ αεράκι μ’ ανάλαφρη φόρα,

όπου μου φαίνεται πως εκφράζεται η ανάλαφρη φόρα του ανέμου, χωρίς όμως

να μπορώ να δικαιολογήσω τη γνώμη μου […].

20

20.

Το ίδιο

, σ. 187-188.