Previous Page  87 / 198 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 87 / 198 Next Page
Page Background

Αριστέα Κομνηνέλλη

86

«Il y avait en lui, pour ainsi dire, deux personnages diffé-

rents. Vous l’eussiez pris, en le rencontrant un jour, pour

un

petit maître de la Régence

. Son ton léger, son chapeau de

travers, son air d’enfant prodigue en joyeuse humeur, vous

eussent fait revenir en mémoire quelque

talon rouge

du temps

passé».

10

«Ἄλλοτε ἦτο κοῦφος, εὔθυμος, ἐφόρει τόν πῖλόν του στρα-

βά καί ἐνθύμιζε κἂπως

τούς εὐγενεῖς ἐκείνους τοῦ ΙΗ΄ αἰῶ-

νος

».

11

Διαπιστώνουμε ότι παραλείπονται οι δύο πρώτες προ-

τάσεις και συνοψίζεται η περιγραφή σε μία μόνο πρόταση.

Το ενδιαφέρον είναι ότι οι δύο πολιτισμικοί ενδείκτες «petit

maître de la Régence» και «talon rouge» που βρίσκονται σε

δύο διαφορετικές προτάσεις συνοψίζονται στη φράση «τούς

εὐγενεῖς ἐκείνους τοῦ ΙΗ΄ αἰῶνος». Πράγματι, η εποχή της

Αντιβασιλείας (Régence) εκτείνεται από το 1715 έως το 1723. Ο

χαρακτηρισμός «petit-maître» δηλώνει τον νεαρό με τους επι-

τηδευμένους τρόπους ενώ το «talon rouge» δηλώνει τον αρι-

στοκράτη του 18

ου

αιώνα καθώς συνηθιζόταν να φορούν στην

βασιλική αυλή παπούτσια με κόκκινα τακούνια ως ένδειξη

αριστοκρατικής καταγωγής. Εκείνο που διαπιστώνουμε είναι

ότι ο μεταφραστής έχει αναγνωστική επάρκεια και γνωρίζει

πως ο συγγραφέας αναφέρεται στους αριστοκράτες του 18

ου

αιώνα. Όμως αποφεύγει να μεταφράσει τον όρο «Régence»

επειδή, ενδεχομένως, δεν θα ήταν αντιληπτό στην πλειονότη-

τα των αναγνωστών για ποια αντιβασιλεία πρόκειται. Επίσης

αφήνει αμετάφραστη την μετωνυμία «talon rouge» η κατά

λέξη μετάφρασή της οποίας θα ήταν, προφανώς, ακατανόητη

αλλά ούτε και χρησιμοποιεί τη λύση της υποσημείωσης που

βέβαια δεν αποτελεί μεταφραστική στρατηγική αλλά σχόλιο

εντός ενός παρακειμενικού στοιχείου. Καθώς χρησιμοποιεί

ένα υπερώνυμο, το αντικείμενο αναφοράς «αριστοκράτης του

18

ου

αιώνα» παραμένει ακέραιο. Η απώλεια της μετωνυμί-

10.

Nouvelles

, σ. 72.

11. Alfred de Musset, Αἰ δύω ἐρωμέναι,

Χρυσαλλίς

, 1 (1863), σ. 7.