Previous Page  456 / 562 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 456 / 562 Next Page
Page Background

απαρχεσ τησ εντυπησ και σκηνικησ προσληψησ του ρωσικου θεατρου στην ελλαδα

455

περιγράψει εκτενώς την υπόθεση, ευχόμενος να «διδάξουν οι ηθοποιοί την

φάρσαν μετά γοργότητος, απαιτουμένη άλλως τε εις τοιούτου είδους σκηνικά

έργα», αναφέρεται στα έργα

Δυστυχία εις το πνεύμα

και

Παίκται

(«κωμωδία

εν η ουδέν γυναικείον υπάρχει πρόσωπον»), στον «κυρίως αντιπρόσωπον της

κωμωδίας Οστρόβσκην», τον «Κόγκολ» και τον Αλεξέι Τολστόι και καταλήγει

με μια ευχή:

ηδύναντο οι παρ’ ημίν ρωσσομαθείς να εμπλούτιζον το ελληνικόν δραματολόγι-

ον με ρωσσικά έργα, τα οποία είναι πολύ καλλίτερα από την σωρείαν των νόθων

τέκνων, των στραγγαλιστών, των ρακκοσυλλεκτών και όλων των άλλων κουρελή-

δων της σχολής του Μπουρζουά, Μασσών, Κορμόν, Γκρανζέ και λοιπών Γάλλων

συγγραφέων της ρουτίνας, τα έργα των οποίων επλημμύρησαν δυστυχώς την

ελληνικήν σκηνήν.

8

Ας πιάσουμε, όμως, το νήμα της ελληνικής σκηνικής ιστορίας του ρωσικού

θεάτρου από την αρχή. Οι πρώτες παραστάσεις της δίπρακτης κωμωδίας

Τα

παντρολογήματα

και της πεντάπρακτης κωμωδίας

Ο επιθεωρητής

του Γκόγκολ,

ως χαρακτηριστικά δείγματα που συνθέτουν μια όψη του ιδιότυπου πνεύματος

του συγγραφέα, γνωστοποιούνται περίπου παράλληλα με δείγματα από τον

πεζογραφικό του κόσμο. Είχε προηγηθεί η μετάφραση της

Άμαξας

(μτφρ. Α. Γ.

Κωνσταντινίδης, εφημ.

Εβδομάς

, 1890), ενώ στον συλλογικό τόμο

Ρωσικά διη-

γήματα μεταφρασθέντα εκ του ρωσσικού υπό Παύλου Λέφα, μετά βιογραφικών

και λοιπών παρατηρήσεων, Τεύχος Β΄. Ν. Γόγολ, Μ. Λέμοντωβ, Ι. Τουργένιεβ,

Ν. Λέσκωβ

, της Βιβλιοθήκης Μαρασλή (1905), περιλαμβάνονται

Οι κτηματί-

αι του παλαιού αιώνος

,

Ο μανδύας

,

Το σημειωματάριον του τρελλού

. Ακόμη

και αν συχνά υποβιβάστηκαν στη σκηνική τους μεταφορά παριστανόμενα ως

φάρσες,

Tα παντρολογήματα

παίζονται για πρώτη φορά από ελληνικής σκηνής

το 1893, στο «Θέατρο Τσόχα», από τον θίασο Παντόπουλου – Αλεξιάδη –

Καρδοβίλλη. «Το κοινό δεν τα βρήκε τα

Πανδρολογήματα

της αρεσιάς του, η

βραδυά ήταν φοβερά ψυχρή και δεν συγκέντρωσε ούτε καν τους κριτικούς που

αρθρογραφούν στην

Εστία

, στη

Νέα

Εφημερίδα

και στην

Ακροπόλι

». Στον

Τύπο αναγνωρίζεται ως ένα «εκ των κλασικών σκηνικών έργων της ρωσσικής

φιλολογίας, με έντονον ιθαγενές χρώμα που δύσκολα αποδίδεται στη μετάφρα-

ση», ενώ επαινείται ο μεταφραστής τους Αγαθοκλής Κωνσταντινίδης, που

και τη ρωσσικήν γλώσσα άριστα γνώσκει και μπορεί να μετεμφυτεύση τους

ρωσσικούς τύπους εις αναλόγους ιδικούς μας. […] Το αυτό απεπειράθη και

απέτυχεν ο μακαρίτης Σκυλίτσης εις τινά των έργων του Μολιέρου ως κέρδος

8. Βλ.

Λ

εβιάθαν

,

Εστία

, 3.6.1900.