ΑΛΛΟ ΚΟΜΗΣ ΚΙ ΑΛΛΟ ΚΟΝΤΕΣ ´ Ή
ΟΙ ΝΕΟΙ ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ
405
Ανάμεσα στις αλλαγές που επέφερε ο Καλύβας στους παλιούς
Μυλωνάδες
ξεχωρίζει η εισαγωγή της ζακυνθινής διαλέκτου που, την εποχή της έκδοσης
των
Νέων Μυλωνάδων
, θα μπορούσε ν’ αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο:
το κλίμα ήτανε πρόσφορο∙ τα ζακυνθινά –ιδίωμα και τραγούδια– ακούγονταν
ευχάριστα κι οι
Δίδυμοι
, διασκευή της
Κωμωδίας των Παρεξηγήσεων
του Σαίξ-
πηρ απ’ τον Σπυρίδωνα Υόρκ και το Διονύσιο Ταβουλάρη, με τον Ευάγγελο
Παντόπουλο και τον Σπύρο Ταβουλάρη, γεμίζανε το θέατρο, απ’ το καλοκαίρι
του 1887 που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά (Αθήνα, θέατρο Παράδεισος,
7 Ιουνίου).
Κάτι που επίσης άλλαξε και που μας είχε απασχολήσει στο πρώτο μέρος,
είναι το πρόσωπο που είχε προφητέψει το μέλλον της Ροζίνας/Πούλειας: την
καταλυτική προφητεία λοιπόν στους
Νέους Μυλωνάδες
(πρ. 2η, σκ. γ΄), δεν
τη δίνει αστρολόγος, αλλά μια τουρκογύφτισσα και τα περί κομήτη έχουν εξα-
φανιστεί, αφού μετά από τόσα χρόνια δε λέγανε πια τίποτα σε κανένα.
Μια τρίτη αλλαγή με σημασία είναι ότι την ευτυχή κατάληξη στους έρωτες
των τριών ζευγαριών, την προσφέρει εδώ ο ζακυνθινός κόντες Αντζουλέτος
Τσαντσαμίνης, που έχει αντικαταστήσει το γάλλο κόμητα Ρογήρο των
Μυλω-
νάδων
. Ενώ όμως, ο Γάλλος ευγενής δέχεται από αδυναμία στον ανιψιό του
τον παράταιρο γάμο, ο Ζακυνθινός κόντες τεκμηριώνει τη συγκατάθεσή του, μ’
ένα δυνατό μονόλογο (πρ. 5
η
, σκ. γ΄): δεν έχει σημασία, λέει, που η κοπέλα δεν
είναι από μεγάλο σόι. Μια φορά είχε κι εκείνος «τέτοιαις σκουρίαις» [σκου-
ριασμένες ιδέες], μα απ’ την εποχή που πήγανε οι Φραντσέζοι στη Ζάκυνθο
κι «εστήσανε ’ς την πιάτσα, ’ς το πλατύφορο, το τρικολοράδο άρμπουρο τση
λιμπερτάς και το πόπολο έπιανε το αρχοντολόι και τώσουρνε για να πάη να το
ανασπαστή», από τότε έγινε βέρος ρεπουμπλικάνος!
Ο μονόλογος του κόντε, αυτόπτη μάρτυρα στα γεγονότα του 1797, τοπο-
θετεί σαφέστατα την κωμωδία του Καλύβα σε χρόνο κι άρα βάζει εμπόδια σε
παρεμβολές που η παλιά φάρσα μπορούσε να δεχτεί, και στις οποίες, ακρι-
βώς το 1888, είχε αρχίσει να επιδίδεται ο Παντόπουλος, για ν’ ανανεώνει το
ενδιαφέρον του κοινού. Απ’ την άλλη, η εποχή ίσως να μην ήταν και πολύ
κατάλληλη για να εξηγεί ένας κόντες στο θέατρο γιατί έγινε ρεπουμπλικάνος:
στην πραγματική ζωή, με τον Τρικούπη πρωθυπουργό, κι ανάμεσα σε λαμπρές
γιορτές και πανηγύρια για τα εικοσιπεντάχρονα της Δυναστείας και τους
αρραβώνες του Διαδόχου, οι κορυφαίοι αντιμοναρχικοί, Ρόκκος Χοϊδάς και
Κλεάνθης Τριαντάφυλλος –ο Ραμπαγάς– σαπίζανε στη φυλακή. Για ν’ απο-
φύγει λοιπόν ο Καλύβας ενδεχόμενες δυσάρεστες συνέπειες ή για να πείσει
πως δεν προωθεί ιδέες ανατρεπτικές, και για να μείνουν όλοι ικανοποιημένοι,
βάζει μια δικλείδα ασφαλείας στο τέλος του έργου, όταν ο κόντες προσκαλεί