

To «ερμαφρόδιτον» της ελληνοχριστιανικής ταυτότητας στον Κοραή και στον Ροΐδη
307
τους μύθους-«παρατράγωδα», με αφορμή τον Bergerac του οποίου την ανα-
φορά συμπληρώνει, σε ένα ειρωνικό κείμενο με τον μύθο του μήλου ως υπεύ-
θυνου για την ανάμειξη των αντιθέτων. Το βασικό δεδομένο είναι η χρήση ενός
συμβόλου για τον έρωτα, το μήλο δηλαδή ως φρούτο της Αφροδίτης, που
από τον Χριστιανισμό υιοθετήθηκε για το προπατορικό αμάρτημα. Η σύνδεση
του συμβόλου που χρησιμοποίησε ο Χριστιανισμός από τη μυθολογία με τον
Ερμαφροδιτισμό και γενικότερα τους παρεκκλίνοντες μύθους, μας επιτρέπει
να θεωρήσουμε ότι πιθανώς ο Ροΐδης το χρησιμοποίησε ως μεταφορά για την
προσπάθεια ένωσης των δύο κατά τον ίδιο αντίθετων κόσμων, του αρχαίου –
παγανιστικού με τον βυζαντινό – χριστιανικό.
43
Παρόλο που δεν αναφέρεται
καθόλου ο «μύθος» του Αδάμ και της Εύας, δηλαδή ο Ροΐδης εφαρμόζει το
αγαπημένο του σχήμα της παρασιώπησης, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά
να τον έχει συνεχώς στο μυαλό του, γιατί το μήλο είναι ο πρωταγωνιστής σε
αυτήν την περίεργη προσαρμογή ή συγκέντρωση πολλών μύθων σε ένα παιγνι-
ώδες και συνάμα σοβαρό κείμενο. Αν μάλιστα συνδέσουμε το όλο θέμα με τη
χρήση του χασίς, τότε η παρωδία και η σάτιρα συνιστούν έναν πιο εκρηκτικό
συνδυασμό. Η απουσία του Χριστιανισμού και του Βυζαντίου από το κείμε-
νο είναι προκλητική, αφού έχει ασχοληθεί με αυτό πολύ έως τότε, ενώ είναι
παρούσα η έννοια του αμαρτήματος, παρόλο που επιλέγει να μην το αναφέ-
ρει. Όλοι οι ήρωες τρώνε μήλο από τον τάφο του Ορέστη και αυξάνονται οι
ορμές τους, οδηγώντας σε ακραίες περιπτώσεις ερωτικής έλξης, αλλά είναι
ηχηρή η απουσία του μύθου των πρωτόπλαστων. Η αναφορά στη «μετάληψη»
υπό το σχήμα μήλου και για αποστάξεις θυμίζει την επεξεργασία του χασίς,
αλλά μπορεί να συνδεθεί και με την αρχή του Γ΄ κεφαλαίου της
Πάπισσας
(όπου συνδέει τη μετάληψη με τη νοθεία του οίνου της πίστεως). Επιπλέον,
το είδωλο-άγαλμα της Γαλάτειας, με το οποίο κλείνει το κείμενο, αναφέρεται
ως «θεία αποκάλυψη της γυναικείας καλλονής» και άρα χριστιανικοποιείται,
εμπλέκοντας τη ρομαντική-χριστιανική τέχνη με την κλασική.
43. Αν σκεφτούμε ότι στην Τέχνη το ρομαντικό στοιχείο συνδέεται με τον Χριστια-
νισμό (Stephen
B
ungay
,
Beauty and truth. A study of Hegel’s Aesthetics
, Oxford
University Press, Oxford 1984, σ. 60) και από την άλλη το κλασικιστικό με τον
παγανισμό και την αρχαιότητα, τότε το συνονθύλευμα κλασικισμού και ρομαντισμού
που επικρατούσε στην Ελλάδα (κλασικορομαντισμός) περιείχε από τη μία το πρώτο,
που συνδέει με την ποίηση και τη φαντασία, και το δεύτερο που ο Ροΐδης συνδέει
με την «Πεζή πραγματικότητα» (
Ρ
οΐδης
, σ. 217) και την πεζογραφία. Είναι σαν να
προβάλλει το ίδιο μοτίβο και στη ζωή με το ελληνοχριστιανικό ιδεώδες, ενώνοντας
τον κλασικό πολιτισμό και την ειδωλολατρία με τον Χριστιανισμό και τη ρομαντικής
προέλευσης αποδοχή του Βυζαντίου στην Ελλάδα.