Previous Page  173 / 198 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 173 / 198 Next Page
Page Background

Κωνσταντίνος Χρυσόγελος

172

Σύμφωνα με τη θεώρηση του Ντρόυζεν, ο Μ. Αλέξανδρος προσ-

έδωσε στο ήδη υπάρχον «ελληνικό πνεύμα» μία οικουμενική

διάσταση, προετοιμάζοντας έτσι τη μετέπειτα γνωριμία του

ελληνισμού με τον Χριστιανισμό. Βαρύτητα δόθηκε από τον

Ντρόυζεν και στην «αφομοιωτική δύναμη» του ελληνισμού,

που καταφέρνει να εγκολπώνεται άλλες μικρότερες εθνότη-

τες, καταφέρνοντας όχι μόνο να διατηρεί ακέραια τη φυσιο-

γνωμία του, αλλά και να τις εξελληνίζει πλήρως.

32

Η πρόταση του Ντρόυζεν θα γίνει δεκτή και από τον Σπ.

Ζαμπέλιο αργότερα.

33

Εκείνο όμως που μας ενδιαφέρει προς

το παρόν είναι η επιρροή της θεωρίας του Γερμανού ιστορικού

στην καταχώριση υπ. αρ. 4 του Παπαρρηγόπουλου. Διαβά-

ζοντας το πρώτο μέρος, διαπιστώνουμε την παρουσία ρομα-

ντικών αντιλήψεων για την ιστορική εξέλιξη των εθνών και

συγκεκριμένα του ελληνικού έθνους: Κάθε στάδιο της μακράς

του πορείας έχει να εκπληρώσει μία «ἄνωθεν» αποστολή.

34

Η

Θεία Πρόνοια οδηγεί τα ιστορικά γεγονότα.

35

Ο «ελληνισμός»

32. Βλ. Σιγάλας, σσ. 8-11, για τη θεωρία περί «ελληνισμού» του

Χέγκελ και το πώς αυτή αναγνώστηκε από τον Ντρόυζεν.

33. Βλ. στο ίδιο, σσ. 24-29. Για τον διάλογο του Ζαμπέλιου με τη

φιλοσοφία του Χέγκελ, βλ. Σταμάτης Μεσημέρης, «Ο Σπυρίδων Ζαμπέ-

λιος και η “ωραία ατομικότης” του Hegel»,

Τα Ιστορικά

, τ. 14, τχ. 26

(Ιούνιος 1997), σσ. 29-52.

34. «Ἡ ἀρχαία Ἑλλάς, ἀφοῦ ἐξεπλήρωσε τήν ἄνωθεν αὐτῇ ταχθεῖσαν

ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ ἐντολήν…» (

Πανδώρα

, 9, σ. 199). Για τους ρομαντι-

κούς ιστορικούς, κάθε έθνος έχει να εκπληρώσει τη δική του αποστολή.

Οι Έλληνες εκπρόσωποι του ρομαντικού ιστορισμού έβλεπαν στο ελλη-

νικό έθνος πολλαπλές αποστολές, υπονοώντας έτσι τον μοναδικό χαρα-

κτήρα του και πιθανόν την ηθική του ανωτερότητα (βλ. Κουμπουρλής,

Ιστορικές οφειλές

…, ό.π., σσ. 545-546).

35. «Ἠ θεία Πρόνοια ἐν τῇ μεγαλοπρεπεῖ αὑτῆς πορείᾳ ἀνά μέσον τῶν

αἰώνων παρασκευάζει διά τῆς συμφορᾶς πολλῶν γενεῶν τήν εὐημερίαν

πολλῶν ἄλλων» (

Πανδώρα

, 9, σ. 200) και: «Ἡ θεία Πρόνοια ἐργάζεται

ποτέ ἀσκόπως; Καί εἶναι δυνατόν νά ὑποθέσωμεν ὅτι ἠθέλησε νά κατα-

στρέψῃ ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ τό ἔργον εἴκοσιν αἰώνων…;» (Πανδώρα 9, σ. 203).

Εδώ, θα πρέπει μάλλον να εννοήσουμε τη «Θεία Πρόνοια» όχι με το (μετα)

βυζαντινό χριστιανικό νόημα που της προσέδιδε η Εκκλησία, αλλά ως τη