Κωνσταντίνος Χρυσόγελος
168
της του Σκαρλάτου Βυζαντίου (αρ. 8), ο συντάκτης διατυπώνει
μία θέση που την εντοπίζουμε αυτούσια και στον πρόλογο του
πρώτου τόμου της
Κωνσταντινουπόλεως
, που κυκλοφόρησε το
1851: Ότι δεν υπάρχει κανείς αρμοδιότερος από τους Έλληνες
στη μελέτη και έκδοση των (δημωδών) βυζαντινών κειμένων,
λόγω συγγένειας, σε επίπεδο ηθών και γλώσσας, των νεοτέ-
ρων Ελλήνων με τους Βυζαντινούς προγόνους τους.
24
Η θέση
του Σκαρλάτου Βυζαντίου είναι σημαντική, εφόσον υπονοείται
από τον λόγιο ο άρρηκτος δεσμός που συνέχει τους Έλληνες
της εποχής του με τους ανθρώπους του ελληνικού Μεσαίωνα.
Θα δούμε στη συνέχεια πώς εναρμονίζεται αυτή η δήλωση με
την υπόλοιπη ύλη του περιοδικού της διετίας 1850-1852, που
σχετίζεται με τους βυζαντινούς χρόνους.
Για να πραγματευτεί κανείς τη δεύτερη κατηγορία των
τεκμηρίων, εκείνη των ιστορικών μελετών, με σφαιρικό τρό-
πο, οφείλει να λάβει υπόψη του τρεις παραμέτρους: Τη φυσι-
ογνωμία του περιοδικού που φιλοξενεί τις μελέτες, τη συγ-
γραφική πρόθεση του δημιουργού τους και τον παράγοντα
της πρόσληψης των κειμένων από τους αναγνώστες. Για τη
φυσιογνωμία του περιοδικού μιλήσαμε προηγουμένως: Οι
εκδότες επιθυμούν να προσφέρουν ποικίλα ωφέλιμα αναγνώ-
σματα,
25
με σκοπό να εμπλουτίσουν τις γνώσεις του κοινού
24. «…κανείς ἄλλος παρά τούς Ἕλληνας ἡμᾶς, κανείς δέ τῶν Εὐρω-
παίων ἰδίως (καί μοι μηδείς ἀχθεσθῇ), δέν εἶν’ ἁρμοδιώτερος πρός τήν
κατά βάθος ἔρευναν καί τήν διά παραθέσεως διευκρίνησιν τῆς γλώσσης
αὐτῆς [ενν.: της μεσαιωνικής ελληνικής]» (
Πανδώρα
, 52, σ. 86). Στον
πρόλογο της
Κωνσταντινουπόλεως
διαβάζουμε (σ. α΄-β΄): «Τοῦτο ἦτον
δευτέρα αἰτία, ἥτις μέ παρεκίνησε πρός τό ἔργον, βλέποντα ἔνθεν μέν
τούς πλείστους τῶν ἡμετέρων, ὅσοις λόγων ἐμέλησεν, ὀλιγωροῦντας, οὐκ
οἶδ’ ἀνθ’ ὅτου, τῶν ἰδίων, καί τεθηπότας περί τά ξένα, περιμένοντας δέ
’νά μάθωσι τοῦ ἔθνους καί τῆς πατρίδος αὐτῶν τήν ἀρχαιολογίαν καί
ἱστορίαν παρά τῶν ἀλλοδαπῶν… ἡμεῖς μᾶλλον καί φυσικώτερον ἔπρεπε
’νά ὁδηγῶμεν ἐκείνους».
25. Και ας μην λησμονούμε ότι «ποικίλα» αναγνώσματα, μπορεί να
σημαίνει και «ιδεολογικά αντικρουόμενα». Την ίδια εποχή δηλαδή που
ο Παπαρρηγόπουλος αποπειράται να αποκαταστήσει το Βυζάντιο μέσα