Ιστορία της ελληνικής γλώσσας τον 19
ο
αιώνα
293
φιλολογία
45
συνίσταται κυρίως στην κριτική των κειμένων και στην ενασχόληση
με μία μόνο γλώσσα, ενώ σκοπός της γλωσσολογίας, «η οποία καλείται υπό
των Ευρωπαίων
Linguistica
»,
46
είναι η ίδια η γλώσσα, ειδικότερα η σύγκρι-
ση πολλών γλωσσών, και μάλιστα αρχαϊκών, η οποία καλείται και ‘συγκριτι-
κή φιλολογία’. Η νέα επιστήμη χωρίζεται σε δύο σχολές, την ιστορική και τη
φιλοσοφική ή θεωρητική γλωσσολογία. Η ιστορική γλωσσολογία εξετάζει τις
μεταβολές των γλωσσών μελετώντας τους φθόγγους, μέθοδος που θεωρείται
ασφαλέστερη ως συγγενής με τις θετικές επιστήμες, ενώ η φιλοσοφική γλωσ-
σολογία εμβαθύνει στις έννοιες.
Εντούτοις, ο θετικισμός μετριάζεται σε επόμενο άρθρο του Μαυροφρύ-
δη στον ίδιο τόμο με τίτλο «Περί της σανσκριτικής (αρίας και ινδοευρωπαϊ-
κής) φυλής των γλωσσών».
47
Όπως διευκρινίζει ο συγγραφέας, το άρθρο είναι
ειλημμένο από το πρόσφατο σύγγραμμα του γλωσσολόγου Heyman Steinthal,
Characteristik der hauptsächlichsten Typen der Sprachsbaus
(Βερολίνο
1860). Ο Steinthal ανήκει στο μειοψηφικό ρεύμα των γλωσσολόγων στη γραμ-
μή του Humboldt, που τοποθετείται εγγύτερα στη φιλοσοφική θεώρηση της
γλώσσας και χαρακτηρίζεται από τη ρομαντική και ιδεαλιστική άποψη για μια
‘ανθρωπολογική’ γλωσσολογία, αλλά στράφηκε στην επικίνδυνη ψυχολογία
45. Για τη φιλολογική επιστήμη στην Ελλάδα βλ. Sophia
M
atthaiou
, «Esta-
blishing the Discipline of Classical Philology in Nineteenth-century Greece»,
The Historical Review/La Revue Historique
VIII (2011), σ. 117-148.
46. Ο Λιβαδάς χρησιμοποιεί την ιταλική μορφή του όρου. Η σημασιολογική εξέ-
λιξη του όρου φαίνεται στα δίγλωσσα λεξικά. Στα αγγλοελληνικά λεξικά καταχωρί-
ζεται στο πρώτο μισό του αιώνα ο όρος
linguist
με τη σημασία «γλωσσομαθής» ή
«πολύγλωσσος». Βλ. το
Λεξικόν της αγγλικής και γραικικής γλώσσης
του Ι. Λάουνδς
(Κέρκυρα 1827) και το
Λεξικόν αγγλοελληνικόν
του Γεωργίου Πολυμέρη (Ερμού-
πολη 1854). Στο
Nouveau dictionnaire français-grec moderne à l’usage des
établissements de l’instruction publique
του Κωνσταντίνου Βαρβάτη (Αθήνα 1860)
linguiste
σημαίνει «ο σπουδάζων ειδικώς τας γλώσσας, ο γράφων περί γλωσσών»,
ενώ καταγράφεται και ο όρος
linguistique
: «η των γλωσσών σπουδή». Το 1886 στο
Επίτομον λεξικόν Γαλλοελληνικόν
του Ν. Κοντόπουλου ο όρος
linguistique
εξηγείται
με τον όρο «γλωσσολογία», ενώ ο όρος
linguiste
σημαίνει «γλωσσομαθής ή γλωσσο-
λόγος». Στο
Λεξικόν Γαλλελληνικόν
των Σχινά και Λεβαδέως το 1889 ο γαλλικός όρος
linguistique
αποδίδεται με την ελληνική λέξη «γλωσσομάθεια» και με την επεξήγηση
«επιστήμη συγκριτική των διαφόρων γλωσσών προς τας αρχάς της γενικής γραμματι-
κής», ενώ «γλωσσομαθής» (
linguiste
) είναι «ο καταγινόμενος εις την σπουδήν των
γλωσσών, ήτοι των αρχών και των σχέσεων αυτών, και γράφων περί αυτών».
47.
Φιλίστωρ
1 (1861), σ. 400-406.