71
Μ
ιχαηλ
Π
ασχαλησ
Ιταλικότητα και ελληνικότητα στη γλώσσα του Κάλβου
Την 1η Οκτωβρίου 1813 ο Ούγος Φώσκολος, συμπατριώτης του Κάλβου και
ήδη αναγνωρισμένος Ιταλός ποιητής, κριτικός και φιλόλογος, έγραφε τα εξής
στον επίσης Ζακύνθιο Διονύσιο Βούλτσο για τον νεαρό Ανδρέα Κάλβο, που
είχε γνωρίσει πριν από έναν χρόνο: « Έχει θαυμάσιο γραφικό χαρακτήρα.
Κατέχει την Ιταλική όπως ένας Τοσκάνος· γνωρίζει λίγα Γαλλικά και Ελληνι-
κά» («Scrive di bellissimo carattere; possiede la lingua italiana quanto un
toscano; sa un po’di francese e di greco»). Ο Κάλβος γεννήθηκε το 1792,
έφυγε από τη Ζάκυνθο για την Ιταλία σε ηλικία 10 ετών και ήταν τότε 21 ετών.
Παρά το γεγονός ότι ο Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, το 1813 η ‘μητρι-
κή’ γλώσσα του ήταν η Ιταλική και παρέμεινε μέχρι και την περίοδο που δημο-
σίευσε τις δύο συλλογές των
Ωδών
. Εννοώ ότι η Ιταλική ήταν η γλώσσα που
γνώριζε άριστα και στην οποία συνέγραψε και δημοσίευσε έργο πλουσιότερο
από τις
Ωδές
, ενώ η νέα Ελληνική ήταν η γλώσσα που προσπαθούσε να μάθει
στο παραπάνω διάστημα και που τελικά δεν κατάφερε να μάθει το ίδιο καλά,
παρόλο που βελτίωσε τις επιδόσεις του. Όπως προσπάθησα να εξηγήσω στο
βιβλίο μου και σε πιο πρόσφατες δημοσιεύσεις, στην καλβική ποίηση η Ιταλική
είναι η γλώσσα που κυριαρχεί πάνω στη νέα Ελληνική και αυτό γίνεται φανερό
σε πολλά επίπεδα: στο σημασιολογικό, το γραμματικό και το συντακτικό. Ο
Κάλβος έγραφε Ελληνικά αλλά σκεφτόταν Ιταλικά.
Το ζήτημα είναι σύνθετο ως προς την αρχαία Ελληνική: Ο Κάλβος πίστευε
ότι η νέα ελληνική γλώσσα ήταν διάλεκτος της αρχαίας Ελληνικής και έτσι
μετέφερε ελεύθερα από τη δεύτερη στην πρώτη λέξεις, γραμματικούς τύπους,
σημασίες και συντάξεις. Και μπορεί να καταστεί περίπλοκο στις περιπτώσεις
όπου παρατηρούνται συμπτώσεις ανάμεσα σε αρχαιοελληνικές και ιταλικές
συντάξεις, εκφράσεις και σημασίες. Όμως και εδώ η προσεκτική μελέτη απο-
καλύπτει ότι η Ιταλική είναι αυτή που υπαγορεύει σε τελευταία ανάλυση την