

Παναγιωτησ Αντωνοπουλοσ
74
Η θέση του Βούλγαρη είναι σαφής. Επιλέγει συγγραφείς, όπως η Σαπφώ,
ο Ανακρέοντας, ο Λουκιανός και ο Αριστοφάνης, για να τους χαρακτηρί-
σει κατά σειρά άσεμνους, βδελυρούς και βωμολόχους. Στα αναγνώσματα αυτά
αντιπαραθέτει τα ψυχωφελή συγγράμματα των Πατέρων της Εκκλησίας, στο
έργο των οποίων ο Έλληνας κληρικός είχε από νωρίς εντρυφήσει. Η χρήση
από τον Βούλγαρη των συγκεκριμένων χαρακτηρισμών εναντίον αρχαίων συγ-
γραφέων, των οποίων το έργο είναι γνωστό για τα προκλητικά του σημεία, και
η αντικατάστασή του από χριστιανικά κείμενα της ορθόδοξης παράδοσης,
φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα της ηθικής προτεραιότητας που οφείλει να
διέπει διαχρονικά τα έργα της ελληνικής γραμματείας. Ο Βούλγαρης παραδέ-
χεται ότι στο παρελθόν είχε υποπέσει στο παράπτωμα της ανάγνωσης θύραθεν
λογοτεχνίας, η οποία δεν καλλιεργεί ακριβώς την ηθική διάσταση του ενάρε-
του χριστιανού, ομολογώντας όμως ότι πλέον έχει απαλλαγεί από την αρνητική
επίδρασή της.
Στο ίδιο μήκος κύματος, έξι χρόνια αργότερα, το 1807, ο Άνθιμος Γαζής,
επιμελητής έκδοσης της
Αδολεσχίας
του Βούλγαρη, γράφει μεταξύ άλλων
στον πρώτο τόμο της
Ελληνικής Βιβλιοθήκης
του, στο λήμμα «Σαπφώ»:
Εις τους πρώτους χρόνους της νεότητός της απέκτησε τόσην κακίστην φήμην,
ούσα δι’ όλου έκδοτος εις τους έρωτας, τόσον του ενός γένους όσον και του
άλλου∙ όσην εξ εναντίας μετέπειτα καλλίστην απέκτησε διά της Ποιητικής της.
Ηγωνίσθησαν πολλοί των πεπαιδευμένων διά να αποπλήνουσι τούτον τον αχρεί-
ον χαρακτήρα της αλλ’ αυτή κρατείται εις αυτόν, ούσα σφικτά δεδεμένη.
2
Είναι βέβαιο ότι οι θέσεις των δύο λογίων συνδέονται με τον συντηρητισμό
που προσέδιδε στην κρίση τους η θητεία τους στον Κλήρο, ο οποίος τους
οδηγεί αυτομάτως στην απαξίωση της Σαπφώς και κάποιων από τους υπό-
λοιπους αρχαίους συγγραφείς το έργο των οποίων δεν συνάδει με το αίσθημα
ταπεινοφροσύνης των εκκλησιαστικών γραφών και την ασκητική ολιγάρκεια
της μοναστικής ζωής. Γι’ αυτό εξάλλου ο Βούλγαρης συγκρίνει όποια έργα
της αρχαίας γραμματείας θεωρεί μιαρά με αυτά της χριστιανικής παράδοσης,
αντικαθιστώντας αμετάκλητα τα πρώτα με τα τελευταία. Η μετακίνηση του
Έλληνα λόγιου από τα ελευθεριάζοντα αναγνώσματα των ειδωλολατρών στις
ευσεβείς νουθεσίες των χριστιανών αντανακλά όχι μόνο τον φιλομαθή ζήλο
του Βούλγαρη αλλά και τη γνωστή συγγραφική μανία του, η οποία τον φέρνει
κατά καιρούς αντιμέτωπο με την άσκηση διαφορετικών ειδών γραφής. Όπως
υποστηρίζει ο Δημαράς, πρόκειται ουσιαστικά για «τυπικό πολυγράφο της
2. Άνθιμος
Γ
αζής
,
Βιβλιοθήκη ελληνική
, τ. Α΄, Πάνος Θεοδόσιος, Βενετία 1807, σ. 135.